Μια από τις εικόνες των παιδικών χρόνων, που έχουν μείνει «χαραγμένες» στο μυαλό μου είναι το βάψιμο των κόκκινων αυγών το Πάσχα. Κάθε Μεγάλη Πέμπτη, στο πατρικό μου βάφαμε κόκκινα αυγά αυτό έπρεπε να γίνει νωρίς το πρωί και μετά το τέλος της εκκλησίας να τα μοιράσουμε για τις ψυχές των νεκρών της οικογένειας σε σπίτια της γειτονίας αλλά και να πάμε με τη μητέρα μου στα μνήματα. Πάντα μου έλεγε πως η Μ. Πέμπτη είναι η μέρα των νεκρών. Κάθε χρόνο παρακολουθούσα την μητέρα μου, να βάφει αυγά και εγώ της έλεγα να βάψουμε και σε άλλα χρώματα εκτός από κόκκινο. Η απάντηση της ήταν πάντα η ίδια: «Το Πάσχα δεν είναι καρναβάλι. Τα αυγά θα τα βάψουμε κόκκινα για να τιμήσουμε την θυσία του Χριστού μας». Και για να μου εξηγήσει γιατί το κάνουμε αυτό, έλεγε πάντα την ίδια ιστορία: «Όταν είχε αναστηθεί ο Χριστός, μια γυναίκα περπατούσε στον δρόμο κρατώντας ένα καλάθι με αυγά. Της είπαν, κάποιοι περαστικοί, ότι ο Χριστός αναστήθηκε αλλά εκείνη δεν το πίστεψε. Τους απάντησε ότι αν είχε αλήθεια αναστηθεί, να γίνουν τα αυγά της κόκκινα, και τότε μόνο θα το πιστέψει. Έτσι και έγινε. Την ίδια στιγμή, τα αυγά που είχε στο καλάθι της έγιναν κόκκινα». Και αφού τελείωνε την ιστορία η μητέρα μου, θυμόταν και ότι έπρεπε να πιούμε λίγο ξύδι, όπως είχε πιει και ο Χριστός. Εκείνη ήταν η στιγμή που έπρεπε να κάνω το «παιδικό μου παζάρι». Θα δεχόμουν να πιω λίγο ξύδι αν με άφηνε να γυαλίσω μερικά αυγά, δουλειά που συνήθως έκαναν οι μεγαλύτερες αδερφές μου. Έτσι η μητέρα μου έβαφε στην κουζίνα τα αυγά (βαφές με κρύο νερό δεν υπήρχαν τότε) και εγώ τα γυάλιζα χρησιμοποιώντας ένα πανάκι και λάδι. Τα ομορφότερα αυγά έμπαιναν σε μια τριώροφη, λευκή αυγοθήκη η οποία τοποθετούνταν στο μέσο του πασχαλινού τραπεζιού την Κυριακή του Πάσχα.