Ρίχνοντας σήμερα μια ματιά στους τίτλους των κιλκισιώτικων εφημερίδων, το μάτι μου έπεσε σε έναν απ’ αυτούς πραγματικά εντυπωσιακό: «Χρυσός Ναι, Κυάνιο Όχι», αν τον θυμάμαι ακριβώς. Εξαιρετική πραγματικά και σολομώντεια λύση. Πώς δεν το σκέφτηκε κανείς άλλος προηγουμένως; Τι καλά θα ήταν μάλιστα να το γενικεύαμε ως σύνθημα και να το προσαρμόζαμε στη σημερινή συγκυρία: «Δόσεις Ναι, Μνημόνια Όχι».
Ποιοι όμως θα πουν «κυάνιο όχι» και ποιοι θα υπακούσουν στην εντολή αυτή; Και είναι τόσο εύκολο αλήθεια με μια απλή παραγγελία: «κυάνιο όχι», να ξεμπερδέψεις μονομιάς απ’ τους μπελάδες και να σου έρθει στο πιάτο (όχι στο δικό σου, στης εταιρείας) έτοιμος, άσπιλος και αμόλυντος ο χρυσός. Αν ήταν τόσο εύκολο, είναι στ’ αλήθεια τόσο κορόιδα όλοι αυτοί σ’ όλο τον κόσμο που παλεύουν με το κυάνιο και τις μεταλλευτικές εταιρείες. Πώς δεν κατέβασε η κούτρα τους μια τόσο εύκολη λύση που την ανακάλυψαν κάποιοι σοφοί εδώ στο Κιλκίς;
Θα πρέπει να έχει κανείς πλήρη άγνοια του θέματος για να νομίζει πως έτσι εύκολα ξεμπερδεύει με το κυάνιο. Σπεύδω παρόλα αυτά την ίδια ώρα να πω ότι πράγματι, υπάρχουν μέθοδοι απόληψης χρυσού χωρίς χρήση κυανίου. Μια τέτοια π.χ. είναι η παλιά παραδοσιακή με τα κόσκινα και τις πιατέλες. Και υπάρχουν και κάποιες άλλες πιο σύγχρονες. Γιατί όμως αν είναι έτσι χρησιμοποιείται τόσο πολύ η μέθοδος της κυάνωσης (χρήση κυανίου); Γιατί δεν καταργείται ολοκληρωτικά, παγκοσμιοποιώντας και την προτροπή αυτών που εμπνεύστηκαν τον περί του οποίου η κουβέντα εντυπωσιακό τίτλο;
Το μισό της απάντησης στην παραπάνω ερώτηση είναι: επειδή η κυάνωση είναι η οικονομικότερη για τις μεταλλευτικές εταιρείες μέθοδος απόληψης χρυσού, η πιο συμφέρουσα δηλαδή. Το άλλο μισό της απάντησης είναι: επειδή η μέθοδος που επιλέγεται για την απόληψη χρυσού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση επιβάλλεται από την ορυκτή μορφή με την οποία εμφανίζεται, ή με την οποία συνυπάρχει ο χρυσός.
Ο δεύτερος από τους δύο παραπάνω παράγοντες είναι στην πραγματικότητα ο απόλυτα καθοριστικός για το εάν επιβάλλεται εκ των πραγμάτων να χρησιμοποιηθεί ή όχι η μέθοδος της κυάνωσης για την απόληψη χρυσού σε μια συγκεκριμένη περίπτωση.
Δεν είναι καθόλου λοιπόν θέμα επιθυμίας των τοπικών κοινωνιών, προτροπής, ψηφισμάτων, διαδηλώσεων, ή κυβερνητικών εξαγγελιών και υποσχέσεων. Η διαπραγμάτευση επί του θέματος γίνεται μεταξύ της φύσης και των μεταλλευτικών εταιρειών. Και επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις η φύση προσφέρει το χρυσό με τέτοια μορφή που η κυάνωση είναι, χωρίς εναλλακτικές λύσεις, η μόνη οικονομικά συμφέρουσα μέθοδος για την απόληψή του, αυτός είναι ο λόγος που η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται τόσο πολύ και σε τόσο πολλά μέρη στη γη.
Άμεσα προκύπτει το εύλογο και πολύ ενδιαφέρον ερώτημα αν στα χρυσοφόρα πετρώματα των Κρουσίων η ορυκτή μορφή παρουσίας του χρυσού είναι τέτοια που να επιβάλλει τη χρήση κυανίου ή όχι. Γιατί αν την επιβάλλει, τότε η μεταλλευτική εταιρεία που θα έρθει εδώ θα την χρησιμοποιήσει οπωσδήποτε και μην έχετε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Δεν θα την αποτρέψετε όσο και να χτυπιέστε.
Θα θυμάστε ίσως ότι στην, κατόπιν εορτής, “διαβούλευση” που έγινε από τους εκπροσώπους του ΥΠΕΚΑ στις 6.2.12 στο συνεδριακό κέντρο, πολλά αναφέρθηκαν για την ανάγκη επέκτασης των ερευνών σε βάθος με νέες γεωτρήσεις, για την αβεβαιότητα που σήμερα υπάρχει σε ό,τι αφορά την μεταλλοφορία εκεί, κ.α. τέτοια. Θα θυμάστε ίσως επίσης για την αναφορά στο οξειδωμένο ανώτερο μέρος των “κοιτασμάτων” χαλκού – χρυσού. Αυτό το ανώτερο μέρος των “κοιτασμάτων” έχει ένα πάχος που μπορεί να φτάνει σε βάθη κατά περίπτωση 40 μέχρι 150 μέτρα. Κάτω από τα βάθη αυτά, εκεί που θα σκοπεύσει η επιπρόσθετη έρευνα, τα κοιτάσματα (στην πραγματικότητα κοινά πετρώματα με ελαχιστότατα μεταλλικά ψήγματα), δεν είναι οξειδωμένα, η ορυκτή δηλαδή μορφή με την οποία συνδέεται ο χρυσός και ο χαλκός είναι θειούχες ενώσεις. Φανταστείτε την οξείδωση στα ανώτερα μέρη σαν ένα είδος “σκουριάσματος” των θειούχων ψηγμάτων εξ αιτίας της επαφής τους με τον αέρα και το νερό.
Η προσφορότερη μέθοδος απόληψης χρυσού από οξειδωμένα πετρώματα είναι με τη χρήση ενώσεων κυανίου. Αυτός είναι ο λόγος που η μέθοδος αυτή προκρίθηκε και για την εκμετάλλευση των οξειδωμένων χρυσοφόρων πετρωμάτων στη Θράκη. Αυτή η μέθοδος θα προκριθεί και για την απόληψη χρυσού από τα οξειδωμένα μέρη των πετρωμάτων στα Κρούσια, από την επεξεργασία δηλαδή όσων πετρωμάτων εξορυχθούν μέχρι ίσως και 150 μέτρα βάθος. Αυτό δεν είναι ένα δικό μου αυθαίρετο συμπέρασμα.
Όπως έχω ξαναγράψει σε άλλη μου δημοσίευση στο ίδιο αυτό βήμα, στην περιοχή των Κρουσίων έχουν γίνει εκτεταμένες έρευνες και πολλές γεωτρήσεις τη δεκαετία του 70. Οι γεωτρήσεις αυτές δεν ξεπέρασαν παρά ελάχιστα το οξειδωμένο μέρος των μεταλλοφόρων πετρωμάτων. Τα δεδομένα όλων αυτών των ερευνών έχουν αξιολογηθεί και το 1990 συντάχθηκε εκτεταμένη έκθεση 151 σελίδων από τον μηχανικό μεταλλείων Γ. Ψυχογυτόπουλο με τίτλο: «Διερεύνηση επί της δυνατότητας αξιοποίησης των μεταλλοφόρων συγκεντρώσεων πορφυριτικού τύπου χαλκού περιοχής Γερακαρίου», ΙΓΜΕ, Αθήνα.
Μολονότι στον τίτλο δεν αναφέρεται τίποτα για χρυσό, στην έκθεση αυτή γίνεται πλήρης εκτίμηση των αποθεμάτων του και της δυνατότητας απόληψής του. Η μόνη μέθοδος που προτείνεται είναι η έκπληξη των σωρών του εξορυγμένου υλικού με κυανιούχα διαλύματα.
Δεν μπορούν λοιπόν οι Κιλκισιώτες να ελπίζουν, ή πολύ περισσότερο να απαιτούν, χρυσό χωρίς κυάνιο. Ο χρυσός δεν σερβίρεται α λα καρτ. Το ποτήρι το πίνεις όλο μέχρι τον πικρό του πάτο, όχι μόνο το ζαχαρωμένο αφρό. Το μόνο που μπορούν να απαντήσουν οι Κιλκισιώτες αν ρωτηθούν (που δεν θα ρωτηθούν, αφού δεν ρωτήθηκαν ούτε όταν έπρεπε) είναι αν θέλουν να πάρουν όλο το πακέτο κλειστό (με τις δυσάρεστες σίγουρα εκπλήξεις του), ή όχι. Ή το παίρνουν λοιπόν όλο ή παλεύουν να μην το πάρουν καθόλου. Το πακέτο δεν ανοίγει παρά μόνο στο σπίτι, μετά δε την απομάκρυνση εκ του ταμείου κανένα λάθος δεν αναγνωρίζεται.
Βέβαια, να προσθέσω τελειώνοντας, πως εγώ τουλάχιστον ποτέ δεν θεώρησα το κυάνιο ως το μόνο, ούτε και το μεγαλύτερο κακό που συνοδεύει τις εξορύξεις και τις μεταλλευτικές επεξεργασίες για την απόληψη χρυσού. Άλλες πλευρές του πράγματος είναι πολύ πιο επικίνδυνες και καταστρεπτικές. Τα έχω γράψει, δεν θέλω να τα επαναλαμβάνω συνέχεια, μόνο ίσως αν χρειαστεί και πάλι με την ευκαιρία κάποιου εξίσου σοβαρού τίτλου σαν κι’ αυτόν που με κέντρισε σήμερα.
Κείμενο του ομότιμου καθηγητή Γεωλογίας κ. Σαράντη Δημητριάδη