Οι Αδελφοί Δογιάμα από την Καστανερή του Πάικου

Του Γεωργίου Μόδη
«ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΑΡΧΗΓΟΙ»
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΕΣ ΑΔΕΛΦΟΙ ΔΟΥΓΙΑΜΑ

Πάνω σε μια υψηλή πλαγιά του Πάικου είναι η Καστανερή (Μπαροβίτσα), αετοφωλιά, στεφανωμένη από δάση καστανιάς. Είναι τώρα κι αυτή ένα απ΄ τα αμέτρητα ρημαγμένα και ερημωμένα χωριά. Οι κάτοικοι της ομιλούν σήμερα το τοπικό σλαβόφωνο Ιδίωμα. Αλλά πριν 100-200 χρόνια είχαν γλώσσα τους την βλάχικη. Βλάχικες είναι και οι τοπωνυμίες του χωρίου. Εκεί ζούσαν οι τέσσερες αδελφοί Λάζος, Γκόνος, Μήτρος, Τράϊος Δουγιάμα.
Το 1901 ο υιός του μουχτάρη μαζί μ’ ένα Τούρκο αγροφύλακα Σιαμπάν εσκότωσαν μια γυναίκα.
Ο πρόεδρος εκάλεσε τότε τον Τράϊο κι άλλον ένα νέο και τους ανακοίνωσε εμπιστευτικά ότι τους ζητούσε η τουρκική αστυνομία στην Γουμένιτσα.
«Ξέρετε, τους είπε με την αυστηρότερη εχεμύθεια. Είναι για τον σκοτωμό της γυναίκας. Καταλαβαίνετε τι σας περιμένει».
Ο Τράϊος προτίμησε να πάρη τα κορφοβούνια παρά να συρθή στις φυλακές και τα μπουντρούμια. Ο υιός του προέδρου, εννοείται, έμεινε με τον Τούρκο φίλο και συνένοχο του ανενόχλητος. Άλλοι φορτώθηκαν τις δικές τους αμαρτίες.
Έξ αιτίας του Τράϊου βρήκε τον μπελά του ο αδελφός του Λάζος.
Κάθε λίγο και λιγάκι τον καλούσαν και τον κρατούσαν να τον ανακρίνουν για το φυγόδικο (φεράρ) αδελφό του. Προτίμησε κι αυτός στο τέλος να πάρη τα βουνά.
Έπιασαν αργότερα οι Τούρκοι με την πρώτη αφορμή τους δυο άλλους αδελφούς, Γκόνο και Μήτρο. Τους κατέβασαν στην Γουμένιτσα, τους πήγαν δεμένους στα Γιαννιτσά, τους ξανάφεραν στην Γουμένιτσα με την απόφαση πιά να τους οδηγήσουν ίσια στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης. Τόσκασαν κι αυτοί απ’ το κρατητήριο και πήγαν ν’ ανταμώσουν τα δυο άλλα αδέλφια.
Έτσι και οι τέσσερες αδελφοί, όλη η οικογένεια, βρέθηκαν φυγάδες και επαναστάτες στο γνώριμο τους Πάικο.
Δεν υπήρχε τότε άλλο αποκούμπι άπ’ τους κομιτατζήδες. Πήγαν αναγκαστικά μαζί τους.
Απ’ την επιτυχία ή αποτυχία τους θα κρίνονταν αν θα γύριζαν καμμιά φορά στα σπίτια και τα χωράφια τους.
Κυριαρχούσε σ’ όλη εκείνη την περιοχή ως τα πρόθυρα σχεδόν της Θεσσαλονίκης ο βοεβόδας Άποστόλ.
Ήταν σωστός βασιλιάς χωρίς στέμμα.
Είχε τιτλοφορηθεί «ο ήλιος των Γιαννιτσών».

Ήταν όμως ήλιος, πού έκαιε και κατάστρεφε.
Η έκθεσις του ‘Ελληνικού προξενείου Θεσσαλονίκης από 20ής Μαΐου 1901 και ύπ’ άριθμ. 2140 λέγει γι’ αυτόν:
«Δέν είναι ούτε πατριαρχικός ούτε εξαρχικός ούτε Ελλην ούτε Βούλγαρος. Είναι ληστής».
‘Ακόμα και απ’ τους Τούρκους του Μαγιαντάγ (Αρχάγγελων) τόλμησε να ζήτηση φόρο 600 λίρες χωρίς βέβαια να είσπραξη ούτε 600 παράδες.
Ή κυριαρχία του τρόμου του έφθανε έως τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης.
Ξένα εγκλήματα υπαρχηγών του ή άλλων βοεβοδάδων, όπως του Γραδεμπορίου, ωπισθογράφονταν στον λογαριασμό του και φούσκωναν το κλέος και τα μυαλά του.
Οί τέσσερες αδελφοί προσπάθησαν να μείνουν πάνω στα βουνά και τα λαγκάδια του Πάϊκου μακρυά απ’ τις χρηματικές και εθναποστολικές επιχειρήσεις του Άποστόλ και των υπαρχηγών του, που συνοψίζονταν στο «πουγκί ή την ζωή σου» ή «το πουγκί και τη ζωή σου ή γίνου Βούλγαρος».
Όσο διατηρούσε ο αγώνας την απελευθερωτική και τουρκομάχο μάσκα, το πράγμα δεν ήταν δύσκολο.
Άφ’ ότου όμως το κομιτάτο αποφάσισε απροκάλυπτα ν’ απελευθερώσει τη Μακεδονία πρώτα απ’ τους υπόδουλους Ρωμιούς και έπειτα άπ’ τους τυράννους Τούρκους, η ουδετερότης ή και η απλή εφεκτικότης ήταν αδύνατη και επικίνδυνη.
Πιστήν εικόνα της όλης καταστάσεως στην περιοχή εκείνη μας δίνει και το γράμμα προς τον Παύλο Μελά του γιατρού της Γουμένιτσας ‘Αγγέλου Σακελλαρίου από 2ας ‘Απριλίου 1901, πού δημοσιεύεται στην σελίδα 69.
Το κομιτάτο είχε κηρύξει τον πόλεμο και κατά τετραπόδων και άψυχων.
Έσκότωναν οι κομιτατζήδες τα ζώα και ποίμνια των ‘Ελλήνων της Γουμένιτσας, κατέστρεφαν τ’ αμπέλια και τα μωρεόδεντρά τους, έκαιαν τα σπίτια και τις εγκαταστάσεις των.
‘Υπολόγιζε το προξενείο Θεσσαλονίκης στις 8 ‘Ιουλίου 1904 τις σχετικές ζημίες σε 4.000 χρυσές λίρες !
Και πάνω σ’ όλα τους είχαν αποκλείσει και άπ’ όλη την πελατεία τους των χωριών, που μ’ αύτη ζούσαν.
Κάθε λίγο και λιγάκι έφθαναν και γράμματα του Άποστόλ ή με την σφραγίδα τουλάχιστο του Άποστόλ, πού τους έλεγαν:
«’Η θα γίνετε Βούλγαροι ή θα εντείνουμε τον οικονομικό αποκλεισμό σας».

Οι τέσσερες αδελφοί τ’ άκουαν, τα έβλεπαν και τ’ αποδοκίμαζαν, όπως και πολλοί άλλοι, αλλά και σιωπούσαν, όπως και όλοι οι άλλοι.
Στον χορό, όπου, θέλοντας και μη, είχαν πιασθή, μια μικρή παραδρομή μπορούσε να τους στοίχιση την καταστροφή.
Άπ’ την δίκη μας πάλι την πλευρά δεν έφθαναν εκεί πάνω παρά φήμες αόριστες και συγκεχυμένες και παχιά λόγια χωρίς θετικά έργα.
Το πάθημα του καπετάν Γιώργη Σερίδη ή Σπανού, που αιχμαλωτίστηκε τον χειμώνα του 1904 άπ’ τον τουρκικό στρατό με το μεγάλο σώμα του, ενώ βάδιζε για το Μπέλες και το Πάικο, δεν ήταν για να δώσει θάρρος σ’ εκείνους, που είχαν το πνεύμα πρόθυμον, αλλά την σάρκα ασθενή να τα βάλουν με το πανίσχυρο κομιτάτο.
Ευτυχώς άρχισε η γκρίνια και το αλληλοφάγωμα των κομιτατζήδων.
Ό Άποστόλ ήταν με τη μερίδα του Σαράφωφ, ο Ίβάν Καρασούλη με την άλλη.
Οι τέσσερες αδελφοί καλλιέργησαν όσο μπόρεσαν την διάσταση.
Και με πολύν και άδολο ενθουσιασμό πήραν μια μέρα μέρος στο κτύπημα του Άποστόλ.
Κυνήγησαν αρκετήν ώρα σαν λαγό τον περίφημο «ήλιο των Γιαννιτσών».
Ο στρατός πάνω στο Πάικο κοντά στα Λιβάδια του κατάφερε δεύτερο πλήγμα.
‘Αλλά δεν έκαμνε διακρίσεις ο τουρκικός στρατός ανάμεσα στις διάφορες κομιτατζηδικές αποχρώσεις και παρατάξεις.
Τον Φεβρουάριο του 1905 εξόντωσε κοντά στο Σμόλ της Γευγελής τον Ίβάν Καρασούλη με την 30μελή συμμορία του.
Στην τσάντα του βρέθηκε έκτος από άλλα στοιχεία, πού πιστοποιούσαν ότι είχε κάμει το μεγάλο κατόρθωμα να σφάξη και δυο φτωχές δασκαλίτσες, και η επιστολή, πού δημοσιεύεται στην σελίδα 70 της ιστορικής εισαγωγής.
Οι τέσσερες αδελφοί εφρόντισαν στο μεταξύ να δημιουργήσουν ένα είδος ουδετέρου εδάφους.
Μαζί με άλλους 16 χωριανούς των εσχημάτισαν μια ομάδα, που δεν ήταν ούτε με τον Σαράφωφ ούτε με τον Σαντάνσκη και δεν πολεμούσε ούτε Βουλγάρους ούτε Ρωμιούς παρά μόνο Τούρκους.
Έφρόντιζαν να περάσουν στα βουνά τους με όσο το δυνατόν ολιγότερα ντράβαλα, φασαρίες.
Ο Λάζος ήταν ο ουσιαστικός αρχηγός.

Έκοίταζαν απ’ την άλλη μεριά να κερδίσουν καιρό. Περίμεναν σύμφωνα με την αγγλική παροιμία και έβλεπαν τον ορίζοντα να φανεί καμιά ευνοϊκή αχτίδα. Ήλθαν ατυχώς τ’ ατυχήματα τού σώματος Μωραΐτη, πού διαλύθηκε την στιγμή, πού έφθανε επάνω στο Πάϊκο, αφού έχασε τον αρχηγό και υπαρχηγό του (Φραγκόπουλο), του σώματος Νταφώτη, που δεν μπόρεσε να ξεκολλήση απ’ την Χαλκιδική.
Ώς τόσο μάθαιναν ότι ο πόλεμος μέσα στην λίμνη των Γιαννιτσών είχε φουντώσει και σώματα ελληνικά στα γύρο μέρη αντιμετώπιζαν νικηφόρα τους κομιτατζήδες.
Το φθινόπωρο τέλος τού 1905 επίστεψαν ότι έφθασε η στιγμή να κόψουν το σχοινί.
Μιά μέρα, πού λημέριαζαν έξω απ’ την Καστανερή, έθεσαν ωμά το ζήτημα στους συντρόφους των.
-Τί λέτε, βρέ παιδιά; είπε ξαφνικά ο Λάζος. δεν μπορούμε πιά να μείνουμε έτσι. Ο κόμπος έφθασε στο κτένι. Πρέπει να πάρουμε θέσι.
Με ποιους θα πάμε;
με τους κομιτατζήδες;
Και με ποια μερίδα;
με τους Γραικούς αντάρτες;
Τί λέτε σεις; Το βλέπετε και σεις.
Οι κομιτατζήδες μας γέλασαν.
Κλέβουν, γυμνώνουν, σκοτώνουν τον κόσμο, χριστιανούς, σαν και μας.
Και αλληλοσκοτώνονται και οι ίδιοι σαν σκυλιά.
-Θέλει και ρώτημα; πετάχτηκε ο Γκόνος.
Τους είδαμε τους τσαρλατάνους.
Τι προκοπή είδαμε; Δολοφονίες, αρπαγές, εκβιασμούς.
Πρέπει, λέγουν, τα χωριά να μη ψουνίζουν απ’ τα γνώριμα τους μαγαζιά, γιατί είναι Γραικομάνοι. να πηγαίνουν σε χάνια και μαγαζιά, όπου μερικοί τρανοί έχουν μίζα.
Πρέπει να δηλώσουν ότι είναι πια εξαρχικοί και Βούλγαροι.
‘Αλλιώς παν τα κεφάλια τους.
Γι΄ αυτό πήραμε τα όπλα και βγήκαμε στα βουνά;
Έτσι θα διώξουμε τον Τούρκο;
Έγώ λέω να κάνουμε τον σταυρό μας και να πάμε με τους ιδικούς μας, δηλαδή τους Γραικούς, όπως θα ήταν και η θέλησις των πατέρων και παππούδων μας.
Πήρε όμως ευθύς τον λόγο ο Γκιούπτσες, που διεκδικούσε και την αρχηγία και δεν πολυχώνευε τον Λάζο και τ’ αδέλφια του.
-Ν’ αλλάζουμε έτσι στα καλά καθούμενα δρόμο και να βάλουμε καινούργιο αφεντικό στο κεφάλι μας;
Ούτε λόγος να γίνη.
Πέτρα, πού κυλάει, δεν ριζώνει.
Θα μας πουν πουληθήκαμε.
Πρέπει να μείνουμε, όπου βρισκόμαστε, και να προχωρήσουμε, όπως ξεκινήσαμε, χωρίς λοξοδρομίες.
Για να χουμε αποκούμπι, ας πάμε με την «Εσωτερική οργάνωσι».
Αυτή έχει την δύναμι.
Τ΄ άλλα είναι λόγια.
Αυτή πολεμάει αληθινά για την ελευθερία.
Οι Γραικοί είναι φίλοι με τους Τούρκους.
Ή συζήτησις τράβηξε αρκετό καιρό και επαναλήφθηκε πολλές φορές.
Ήλθαν στιγμές, πού λίγο έλειψε να μιλήσουν τα όπλα.
‘Αποφάσισαν στο τέλος να χωρίσουν φιλικά.
-Οσοι θέλουν νά ρθουν μαζί μας, ας σηκωθούν, είπε ο Λάζος.
Σηκώθηκαν άλλοι εξ συγγενείς και κουμπάροι των.
Οι υπόλοιποι έμειναν με τον Γκιούπτσε. Χώρισαν «φιλικά».
Μα ευθύς την άλλη μέρα άρχισε αμείλικτος ο πόλεμος μεταξύ των.
Ο Γκιούπτσες την ευκαιρία αυτή περίμενε.
Δεν ήταν πολύ ρόδινη στο Πάϊκο η θέσις αυτών, που ακολούθησαν την θέλησι των πατέρων και παππούδων.
Είχαν απομονωθή.
Ήσαν περισσότεροι οι άλλοι, πού είχαν πάει με την δύναμι και την Πύλαρο.
‘Αναγκάσθηκαν ν’ αποσυρθούν βορειότερα σε φίλους των τσομπάνους και υλοτόμους, αφού παράγγειλαν σ’ ένα έμπιστο τους συγγενή απ’ την Καστανερή να εναποθηκεύση τρόφιμα για τον χειμώνα σε μια κρυφή σπηλιά του Πάϊκου.
Κοντά στα Χριστούγεννα γύρισαν, για να καταφύγουν στην σπηλιά.
Στη θέσι Παλιοχώρι 10-15 λεπτά έξω απ’ τήν Καστανερή στάθηκαν να ιδούν τις γυναίκες και τους συγγενείς των, πού είχαν ειδοποιήσει να τους περιμένουν εκεί.
Οι εχθροί όμως αγρυπνούσαν.
Αντί τών συγγενών πρόβαλε ο στρατός! Επίστεψαν πως έφθασε η τελευταία τους στιγμή. Δεν υπήρχε καμμιά ελπίδα. Το χιόνι ήταν υψηλότερο απ’ το ανάστημα τους. ‘Ηταν αδύνατο να τρέξουν. Και οι Τούρκοι δεν είχαν παρά ν’ ακολουθήσουν τον τορό.
Την είχαν πάθει, όπως οι λαγοί, όταν βουλιάζουν στο χιόνι.
Για την καλή τους τύχη σηκώθηκε ξαφνικά άγριος βοριάς, που εξαφάνισε κάθε πάτημα και ίχνος στο χιόνι. Είχαν σωθή! Χρειάσθηκαν όμως δύο μέρες, για να φθάσουν στην κορυφή, που δεν ήθελε το καλοκαίρι παρά δυο τρεις ώρες, και άλλη μιά, για να βρουν την πλακωμένη απ’ τα χιόνια σπηλιά. Ευτυχώς ήταν καλά εφωδιασμένοι με τρόφιμα.
Έλειπε μονάχα το νερό.
Έλειωσαν χιόνι και το αντικατέστησαν.

Κατέβηκαν έπειτα στον Βάλτο των Γιαννιτσών, όπου ο Λάζος φωτογραφήθηκε με τον Κάκκαβο και τον Αλέξανδρο Μαζαράκη.
Ξανανέβαιναν στο Πάικο, έδιναν το παρών, και, όταν τα πράγματα έσφιγγαν, έπαιρναν πάλι τον δρόμο του Βάλτου. Είχαν γίνει αμφίβιοι.
Μια μέρα το καλοκαίρι σκότωσε ο Λάζος έξω απ’ τον Βάλτο τον Κιοσέ Έμίν, ενα περιβόητο σκληρό αγά, που είχε στενές σχέσεις με τους κομιτατζήδες. Το περήφανο αλογό του έφθασε με καλπασμό στα Γιαννιτσά αφηνιασμένο και περίλυπο.
Λημέριαζαν τώρα μονιμώτερα στο Πάικο.
Η θέσις μας καλυτέρεψε.
Η ελληνική οργάνωσις δυνάμωνε και ρίζωνε ολοένα περισσότερο.
Αρχισαν και άλλα σώματα την δράσι των σ’ όλην εκείνη την παραμεθόριο σήμερα περιοχή. Ο υπαξιωματικός τότε Χρ. Καραπάνος ανέβαινε συχνά στο Πάϊκο. ‘Αναδείχθηκε στο μεταξύ και άλλος οπλαρχηγός του Πάϊκου, ο Στέργιος Ναούμ απ’ τα Μεγάλα Λειβάδια, απ’ την καρδιά δηλ. του βουνού.
Στην περιφέρεια Δοϊράνης-Γευγελής ο Γεώργιος Καραϊσκάκης απ’ την Μπογδάντσα άρχισε να κάμνη θραύσι.
Με την βοήθεια του τότε διευθυντή του σχολείου Δοϊράνης ‘Αναστασίου Παπαϊωάννου, πού έχειροτονήθηκε αργότερα αρχιμανδρίτης Νίκανδρος, εσχημάτισε το 1906 ένα σώμα από 10 παιδιά εντόπια, καταγόμενα απ’ τα χωριά της περιοχής, πού εθαυματούργησε.
‘Αναγκάσθηκαν οι κομιτατζήδες ν’ αποσυρθούν πέρα απ’ το Ντεμίρ-καπού. Παράλληλα δούλευαν και πολεμούσαν δύο άλλοι οπλαρχηγοί, ο Βασίλης Τσελεμπής απ’ τα Τρία Ελατα και ο Μιχ. Σιωνίδης απ’ το Ματσίκοβο της Γευγελής.
Τώρα δεν εκλαίαμε μονάχα ημείς νεκρούς και μάρτυρες.
Βούλγαροι, Βουλγαρορουμάνοι και Τούρκοι συνεργάτες των δέχονταν σκληρά και αλλεπάλληλα πλήγματα.
Η επίσημη τουρκική εφημερίδα του βιλαετιού Θεσσαλονίκης ανέγραφε κάθε τόσο με την καθιερωμένη τυπική φρασεολογία ονόματα ανθρώπων και υπηκόων του «’Υψηλού ντοβλετιού», πού είχαν βρεθή σκοτωμένοι σ’ εκείνη την περιοχή από «άγνωστους», «κακούργους λησταντάρτες», που δεν θ’ αργούσε οπωσδήποτε να τους πατάξη ο «γενναίος και ένδοξος» αυτοκρατορικός στρατός και να τους τιμωρήση η δικαιοσύνη του «ενδοξότατου, κραταιοτάτου, γενναιότατου, δικαιοτάτου κ.λ.π. σουλτάνου».
Άπ’ την όλη διατύπωσι δεν ήταν δύσκολο να καταλάβη κανείς ότι τα θύματα δεν ήσαν αυτή τη φορά Έλληνες.
Το θέρος του 1907 το σώμα των αδελφών και εξαδέλφων πήγε να κτυπήση τους κομιτατζήδες μέσα στην Γρίβα.
Ώχυρωμένοι στο κωδωνοστάσιο κάμποσοι καρηκομόωντες οπλοφόροι επρόβαλαν ζωηρή αντίστασι. Ετρεξε στον κρότο των όπλων κι ο στρατός.
Οι, κομιτατζήδες τρύπωσαν ευθύς στις κρύπτες του χωριού.
Ο Λάζος με τους άνδρες του αναγκάσθηκε να το βάλη στα πόδια για το βουνό.
Εκεί όμως, πού περνούσαν ένα στενό μονοπάτι πάνω από θεώρατο γκρεμνό, δέχθηκαν βροχή σφαίρες.
Άλλοι κομιτατζήδες τους είχαν στήσει εκεί σατανική ενέδρα. Σώθηκαν ως εκ θαύματος.
Στράβωσε ο Θεός τους κομιτατζήδες και όλες οι σφαίρες των πήγαν στον βρόντο χωρίς να ματώση μύτη.
Έπεσαν όλοι στα γόνατα, μόλις πέρασαν την κακοτοπιά, και ευχαρίστησαν τον Θεό για την μεγάλη Του αγάπη και το μοναδικό ενδιαφέρον, πού τους είχε.
Μέ την νεοτουρκική μεταπολίτευσι και το σώμα των αδελφών και εξαδέλφων, όπως τ’ άλλα, άφησε τα όπλα και γύρισε στα ειρηνικά έργα.
Λίγους όμως μήνες αργότερα ο Λάζος και ο Γκόνος αναγκάσθηκαν να φύγουν στην Άθήνα, για να μη τους στείλουν οι Νεότουρκοι ελευθερωτές πολύ μακρύτερα.
Ο Τράϊος είχε δολοφονηθή από βουλγαρική σφαίρα και ο Μήτρος εθεράπευε τις ανεπούλωτες πληγές του.
Αλλά το κλίμα των ‘Αθηνών και η ήσυχη ζωή των δεν πολυσήκωνε ανθρώπους, πού είχαν περάσει τα περισσότερα χρόνια στα βουνά με όπλα, κινδύνους και περιπέτειες. Ένοστάλγησαν το Πάϊκο. Είχαν ξαναφανή άλλως τε εκεί βουλγαρικές συμμορίες. Και μια καλή πρωΐα χωρίς καμμιά άδεια η γνώσι του «κέντρου» ξαναπέρασαν στη Μακεδονία οι αδελφοί Λάζος και Γκόνος, ένας άλλος χωριανός των ο Λάγκος, ο Γεώργ. Καραϊσκάκης, ο Γκόνος Γιώτας (Γιαννιτσιώτης), ο Τσελεμπής και άλλοι.
Ό Γκόνος Γιώτας έπεσε σε μια ενέδρα του τουρκικού στρατού στην σκάλα του Νησιού. O Καραϊσκάκης κυκλώθηκε από στρατιωτικό απόσπασμα σε μια καλύβα βλάχικη κοντά στα Μεγάλα Λειβάδια πάνω στο Πάϊκο το 1911.
Έβοήθησε να ξεγλυστρήσουν οι σύντροφοι του και στάθηκε μόνος αυτός, κυκλωμένος από παντού, ν’ αντιμετώπιση τον τουρκικό στρατό. Πολέμησε σαν λεοντάρι ως την τελευταία του πνοή και σφαίρα. Ήταν πραγματικά ένα ατρόμητο παλληκάρι και πολύτιμος αρχηγός.
Μέ τους Βουλγάρους τώρα αρχίσαμε να τα πηγαίνουμε καλά.
Στην Κωνσταντινούπολη Έλληνες και Βούλγαροι βουλευτές -ήσαν 5 απ’ την ‘Ελληνική Μακεδονία εκτός απ’ τον Τρ. Νάλη, βουλευτή Μοναστηρίου, και ένας μονάχα μόνος και μονάκριβος Βούλγαρος ο Δημήτρης Βλάχωφ απ’ το Κιλκίς, πατριάρχης σήμερα στα Σκόπια και το Βελιγράδι της «Μακεδονίας του Βαρδαρίου»- συνεργάζονταν στενά, εξωμάλυναν παλιές και καινούργιες διαφορές και παρουσίαζαν ενιαίο μέτωπο στους Νεότουρκους.
Πολλά λέγονταν και για κανονική ελληνοβουλγαρική συμμαχία. Φυσικόν ήταν να πάψουν και οι κομιτατζήδες και αντάρτες τον εξοντωτικό πόλεμο. Έκαμαν «συμφιλίωσι».
Μιά μέρα όμως λίγους μήνες πριν τον πόλεμο του 1912, εκεί πού ο Λάζος Δουγιάμας και ο ‘Αθανάσιος Μπέτσιος απ’ την Κάρπη πήγαιναν μαζί ξένοιαστοι και αδελφωμένοι με τον βοεβόδα Γκιούπτσε και άλλους κομιτατζήδες στην Κάρπη, μια δολοφονική ομοβροντία των καλών συντρόφων και συνοδοιπόρων τους θέρισε.
Δεν ξεχνούσαν εύκολα την παλιά τους τέχνη οι Βούλγαροι.
Στους χωρικούς της Κάρπης, που τους περίμεναν, είπε ο Γκιούπτσες ότι οι δυο Γραικοί καπεταναίοι πήγαν κάπου αλλού.
‘Απ’ τα δυο όμως ασημοστόλιστα ελληνικά μάνλιχερ, που είδαν στα χέρια τους, και το θριαμβευτικό χαμόγελο, που έβλεπαν στα πρόσωπα τους, κατάλαβαν οι κάτοικοι της Κάρπης τι πραγματικά είχε συμβή και πώς εννοούσαν οι Βούλγαροι την συνεργασία και συμμαχία.
Ό Γκόνος είχε απομείνει μόνος απ’ τα τέσσερα αδέλφια στο πόδι.
Μ’ ένα μικρό σώμα βρέθηκε πάλι επάνω στο Πάικο τις μέρες του πολέμου του 1912.
Γύρο απ’ την Γευγελή με άλλο σώμα ήταν και ο Τσελεμπής.
Είχε αποφασίσει, όταν είδε την τουρκική κατάρρευσι, να μπή μέσα στην πόλι και να την καταλάβη «εν ονόματι του βασιλέως τών Ελλήνων Γεωργίου», όπως ακριβώς είχε κάμει ο Τσότσος με τον αρχιμανδρίτη Νίκανδρο στην Άρδέα.
Δυστυχώς τον εξώρκισαν και τον απέτρεψαν οι φρόνιμοι και σοφοί!
Αν είχε πραγματοποιήσει την απόφασί του, ίσως δεν θα βρίσκονταν σε ξένα χέρια η Γευγελή, «το κλειδί της πόρτας του σπιτιού μας».

Ό Γκόνος τον χειμώνα του 1912 και την άνοιξη του 1913 ήλθε πολλές φορές στα χέρια με Βουλγάρους κομιτατζήδες και στρατιώτες, πού θεωρούσαν όλα εκείνα τα μέρη του Πάικου ιδιοκτησία και αναφαίρετη κληρονομιά των.

Μόλις έγινε η ειρήνη, ξανάφκειασε το πατρικό σπίτι, πού είχε καή τρεις έως τότε φορές απ’ τους Βουλγάρους, το 1906, το 1908 και το 1911 !
Στρώθηκε στην ειρηνική δουλειά. Δεν έπαψε όμως ουδέ στιγμή να κρατάει μαζί με το αλέτρι και το όπλο.
Πάνω εκεί στη μεθοριακή ζώνη γύριζαν πάντοτε πεινασμένοι λύκοι, οι κομιτατζήδες. Ήταν το μαντρόσκυλο του ελληνικού εδάφους και αληθινός ακρίτας των συνόρων.
Το 1916 εξόντωσε δυο κομιτατζήδες, αλλά έχασε τον κουνιάδο του Γεώργιο Κεχαγιά και τον εξάδελφο του Χρίστο Δουγιάμα, που έπεσαν στην συμπλοκή.
Το 1918 ξέκαμε τους αρχικομιτατζήδες Ζίκαν και Φουστάντση με πέντε οπαδούς των, το 1920 άλλους πέντε με τον Ζάικο και το 1922 τον ίδιο τον βοεβόδα και χωριανό του Ίτσο Γκιούπτσε, που είχε δολοφονήσει τον Λάζο.
Το 1941 με την γερμανική κατοχή άρχισε καινούργια περίοδος αγώνων και ατέλειωτων μαρτυρίων.
Όλοι, όσοι είχαν δηλητηριασθή τα παλιότερα χρόνια απ’ τ’ απατεωνικά συνθήματα του Κομιτάτου και την σατανική προπαγάνδα των Βουλγάρων, καθώς και εκείνοι, πού ώνειρεύονταν περασμένα μεγαλεία και πλούσια τιμάρια ή καιροσκοπούσαν, ξεσπάθωσαν υπέρ της Βουλγαρίας, που σύμμαχος και χαϊδεμένο παιδί της χιτλερικής Γερμανίας θα έφθανε χωρίς άλλο ίσα με τη Λάρισσα, και εναντίον κάθε τι του ελληνικού.
Γι’ αυτούς η Ελλάδα είχε ψοφήσει και ταφή σε βάθος 10 μέτρων με δέκα παπάδες.
Ήταν ευκαιρία να την σκυλεύσουν και ν’ ασχημονήσουν.
Έπρωτοστάτησε ίδια ο Γεώργιος Τάρτεφ με τα τρία αδέλφια του, πού βρίσκονται στή Βουλγαρία, πρωτανεψιοί του βοεβόδα Ιτσο Γκιούπτσε.
Το 1943 και 1914 μάλιστα και ώπλίσθηκαν απ’ τους Γερμανούς και την οργάνωσι του Κάλτσεφ σαν αξιωματικοί και βαθμοφόροι των ενόπλων βασιβουζούκων της «Μιλίτσια» ή «Όχράνα» και με φόνους, εμπρησμούς και αρπαγές έδειξαν όλο το πολεμικό μένος και τον ακράτητο ερωτά τους προς τον τόπο, όπου είχαν γεννηθή.
Και όμως.
Τέλη ‘Ιανουαρίου του 1944, την ώρα που εγύριζε ο καπετάν Γκόνος με τους τρείς υιούς του και τους δύο τσομπαναραίους του απ’ τη Γουμένιτσα στην Καστανερή, εμφανίζεται ένα τμήμα του ΕΛΑΣ, τους πιάνει και δεμένους τους οδηγεί στο Πάϊκο στην περιφέρεια του ‘Αρχαγγέλου.
Τους κατηγόρησαν ως φοβερούς και τρομερούς προδότες!
Την ίδια εποχή ο βουλγαρικός στρατός, που είχε εισβάλει στο έδαφός μας, για να κυνηγήση τον ΕΛΑΣ, έκαιε για τετάρτη φορά το σπίτι των στην Καστανερή!
Θα είχε υποστή ο γεροκαπετάνιος με τα παιδιά του την τύχη των άλλων Μακεδονομάχων, πού εσυγκέντρωναν κατά ιδιαίτερη προτίμησι όλη τη μήνι των νέων ανταρτών, αν δεν ενεργούσαν εκείνες τις μέρες οι Γερμανοί εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο Πάικο.
Μέσα στον πανικό και την σύγχυσι τα κατάφεραν οι μελλοθάνατοι να το σκάσουν.
Τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου 1944, όταν οι Γερμανοί έφευγαν και επανηγυρίζαμε ή έπρεπε να πανηγυρίζουμε την απελευθέρωσί μας, εσφάζονταν στο Κιλκίς μαζί με αρκετές άλλες χιλιάδες και ο υιός του Γκόνου Χρίστος.
Κατακρεουργήθηκαν επίσης δύο υιοί (Λάζαρος και Ευάγγελος) του Μήτρου Δουγιάμα και ο ανεψιός των Ευάγγελος Τσάνας!
‘Ερχόμουν τότε γενικός διοικητής στην Θεσσαλονίκη ως αντιπρόσωπος της κυβερνήσεως της «Εθνικής ενότητας» και όλων των κομμάτων, όπως και του ΚΚΕ και ΕΑΜ, που συμμετείχαν στην κυβέρνησι, με την εντολή και αποστολή να επιβάλω το ταχύτερο το κράτος του νόμου.
Είχα στη τζέπη μου και το νέο νόμο «περί δοσιλόγων», που θα έκρινε όλους, όσοι εβαρύνονταν για την στάσι τους τον καιρό της κατοχής.
Την 14ην Νοεμβρίου του 1944 παρουσιάσθηκαν στο γραφείο μου ένα πλήθος αναμαλλιασμένες γυναίκες απ’ τα χωριά της Γουμένιτσας και με θρήνους και κοπετούς μου διηγήθηκαν ότι εκείνο το πρωί ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ Μήτσος Βερβερίδης, ένας πρόσφυγας απ’ την βουλγαροκρατούμενη Δράμα, που τον είχαν περιμάσει και βάλει αγροφύλακα, τους είπε ότι θα έπαιρνε τους άνδρες και τα παιδιά των απ’ το στρατόπεδο Παύλου Μελά, όπου ήσαν φυλακισμένοι, και θα τους πήγαινε επάνω στα χωριά των να τους σφάξη, όπως είχε κάμει λίγες μέρες ενωρίτερα για άλλους κρατουμένους στις «Νέες φυλακές» της Θεσσαλονίκης.
Τις καθησύχασα με την βεβαιότητα, ότι ο καπετάν Βερβερίδης ήθελε απλώς να πούληση παλληκαρισμό στις φτωχές γυναίκες.
Για καλό όμως και για κακό εκάλεσα τον «διευθυντή του δικαστικού της ‘Ομάδας μεραρχιών» πρωτοδίκην Μπαλάσκαν και τον παρακάλεσα να τραβήξη κάπως τ’ αυτιά του φανφαρόνου, όπως επίστευα, καπετάνιου.
Ο Μπαλάσκας μάλιστα μου εζήτησε και τα ονόματα των γυναικών, για να εξακρίβωση πώς τόσον εύκολα δυσφημούσαν τον ΕΛΑΣ και την δικαιοσύνη του.
Την άλλη μέρα όμως παρουσιάσθηκε πάλι στο γραφείο ένας φτωχός άνθρωπος του λαού, πού κατοικούσε κοντά στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, και όλος φόβο και τρόμο μου είπε ότι τα μεσάνυχτα έβγαλαν απ’ το στρατόπεδο 200-300 κρατουμένους και τους τράβηξαν προς βορράν προς Λαγκαδά, Κιλκίς ή Γουμένιτσαν.
Οι αρμόδιοι της «’Ομάδας μεραρχιών» και του «δικαστικού», καθώς και ο διευθυντής των φυλακών στρατοπέδου Παύλου Μελά, το διέψευσαν με τον κατηγορηματικώτερο τρόπο.
Την άλλη μέρα έφθασαν πληροφορίες, ότι ο κόσμος είδε φάλαγγα φυλακισμένων, που εβάδιζε προς βορράν και εσημείωνε με ματωμένα πτώματα την μαρτυρική πορεία της.
Οι αρμόδιοι της «’Ομάδας μεραρχιών» επρόβαλαν πάλι άρνησι και διάψευσι. Το ίδιο και την τρίτη μέρα.
Κατάλαβα τότε ότι οι «αρμόδιοι» με κορόιδευαν ή κοροϊδεύονταν οι ίδιοι από άλλους, πού είχαν τη πραγματική δύναμι στα χέρια τους.
Ένα αγγλικό απόσπασμα αναχώρησε αμέσως να φέρη πίσω τους κρατουμένους, που είχαν απαχθή απ’ τους φρουρούς των!
Ο φρούραρχος και ο αρχηγός της πολιτοφυλακής Γουμένιτσας διαβεβαίωσαν κατηγορηματικά τους Αγγλους ότι δεν υπήρχε ούτε ώδηγήθηκε εκεί κανένας κρατούμενος η φυλακισμένος.
Μαζί όμως με τους Άγγλους ήταν και ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Άλέξ. Πίπτσος, πού κατάγεται απ’ εκείνα τα μέρη.
Κατέβηκε απ’ το αυτοκίνητο και ρώτησε κρυφά μερικά παιδάκια πού βρίσκονται οι φυλακισμένοι.
«Στο καινούργιο σχολείο», του αποκρίθηκαν.
Τράβηξαν αμέσως εκεί τα αυτοκίνητα.
Όταν τα φωτά των -ήταν πιά νύχτα- έπεσαν πάνω στο σχολείο, φυλακή-σφαγείο, 16 κρατούμενοι ήσαν κάτω στην αυλή έτοιμοι να οδηγηθούν σε μια γειτονική χαράδρα.
Αν τ’ αυτοκίνητα είχαν αργήσει ολίγα δευτερόλεπτα, θα ήσαν όλοι σωρός πτωμάτων.
Μέσα, στους 16 ήταν και ο Γκόνος με τούς δυο υιούς του, τον γαμπρό του και δύο ανεψιούς του.
Άλλοι 46 είχαν ήδη εκτελεσθή χωρίς παρωδία καν δίκης.
Τον Φεβρουάριο του 1945 ο υιός του Γκόνου Βασίλης βρίσκονταν άρρωστος σ’ ένα νοσοκομείο του ΕΛΑΣ στην Βέροια.
Ένας αξιωματικός του ΕΛΑΣ ήλθε να τον επισκέφθη.
Έδήλωσε ότι ήταν πατριώτης και συγγενής του.
Έβγαλε ευθύς την κάμα και ξεκοίλιασε τον άρρωστο.
Ήταν ο Γεώργιος Τάρτεφ, ο ανεψιός του βοεβόδα Ιτσο Γκιούπτσε, τέως αρχηγός της Όχράνα και τώρα βαθμοφόρος του ΕΛΑΣ.
Άλλα τέσσερα μέλη της οικογενείας είχαν επίσης τότε σφαγή.
Έγινε η Βάρκιζα. Ο γέρο Γκόνος πήρε την αποδεκατισμένη οικογένεια του και γύρισε στο ρημαγμένο σπίτι τους στην Καστανερή. Αλλά δεν μπόρεσε να μείνη εκεί πάνω πολλούς μήνες.
Ξαναπρόβαλαν οι συμμορίες καθαρά βουλγάρικες (νοφικές) στην αρχή, βουλγαροκομμουνιστικές έπειτα.
Ξανακατέβηκε πάλι ο Γκόνος με την οικογένεια του πρόσφυγας για πολλοστή φορά στην Γουμένιτσα.
Τη νύχτα της 24ης Αυγούστου του 1947 μεγάλη συμμορία βουλγαροκομμουνιστική εκτύπησε την Γουμένιτσα.
Έστρεψε όλη την προσοχή και λύσσα της στο σπίτι, όπου κάθονταν μ’ ενοίκιο οι τελευταίοι Δουγιάμηδες.
Ο καπετάν Γκόνος με τον υιό του και τον γαμβρό του έκαμε τους επιδρομείς να πληρώσουν ακριβά την τόλμη των.
Μα ένα βλήμα μπαζούκας έβαλε τη φωτιά στο σπίτι. Ο,τι είχε διασώσει η μαρτυρική οικογένεια απ’ τα σπίτια της Καστανερής, που τόσες φορές είχαν καή, έγινε στάκτη.
Σώθηκαν τα μέλη της με τα νυχτικά.
Ό γέρο καπετάνιος με τα πολλά χρόνια και τα περισσότερα βάσανα, άδραξε πάλι το όπλο.
Σάν έφεδρος αξιωματικός «εκ μακεδονομάχων» γύριζε μ’ ένα απόσπασμα μέρα νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, τις γνώριμες του πλαγιές του Πάϊκου και των συνόρων.
Την 9ην Μαΐου του 1948 πήγαινε με το απόσπασμα του τρόφιμα και εφόδια σ΄ ένα μεθοριακό φυλάκιο. Για τον φόβο των ναρκών ώδηγούσαν μπροστά τους ένα κοπάδι πρόβατα. Είχαν συγκεντρώσει όλη την προσοχή στις καταραμένες αυτές νάρκες.
Ξαφνικά από ένα άδειο σπίτι της ερημωμένης Κάρπης έπεσαν επάνω του μυδράλλια και πολυβόλα.
Ο γερόλυκος των μακεδονικών βουνών έγειρε θανάσιμα κτυπημένος.
Απέθανε ο καπετάν Γκόνος Δουγιάμας, όπως και έζησε όλη του τη ζωή, με τ΄ όπλο στο χέρι.

πηγή:vlahofonoi.blogspot.gr

Σχετικές δημοσιεύσεις