Καθαρός ο ουρανός και σύννεφα δεν φαίνονται πουθενά στον ορίζοντα. Ο ήλιος λαμπερός έχει ξεπροβάλει χαμογελαστός και χαρίζει τη ζέστη του και το φως στους ανθρώπους. Ένα χαμόγελο από τη γιαγιά που κάθεται στην άκρη του δρόμου στο άκουσμα της καλημέρας από τον κύριο που περνάει δίπλα της.
Ο φούρνος έχει γεμίσει τον αέρα με λαχταριστές μυρωδιές που σου σπάνε τα ρουθούνια και ο φούρναρης ξεπροβάλει στην πόρτα πυκνά συχνά για να «ζυγίσει» τη μέρα. Βαρύς ο πρωινός καφές του Σαββάτου γεμάτος άρωμα και λαχτάρα για ζωή. Το βιβλίο ακουμπισμένο στο τραπέζι με τον σελιδοδείκτη σταματημένο στο σταθμό της επόμενης πρότασης, περιμένει με υπομονή το χάδι του αναγνώστη.
Μάταια όμως, γιατί ούτε η μέρα αλλά ούτε και η διάθεση σήμερα είναι για διάβασμα. Το βλέμμα έχει ξεφύγει από τα όρια του πραγματικά ορατού και ταξιδεύει στο όνειρο, αφήνοντας ίχνη στο πρόσωπο από το φτερούγισμα της γλυκιάς ανάμνησης. Τα πουλιά έχουν στήσει τον χορό τους και το γλυκό τραγούδι τους σαλεύει την απόλυτη ησυχία του πρωινού.
Ξαφνικά μια μπάλα αναπηδά και ένα τσούρμο παιδιών πλημμυρίζει το μικρό παρκάκι της γειτονιάς και το ραδιόφωνο κάποιου σπιτιού παίζει μια ξεχασμένη μπαλάντα του μεσοπολέμου. Ένα αναστεναγμός βγαίνει βιαστικά μέσα από τα σπλάχνα της νέας ημέρας, που συνεχίζει το γοργό της βήμα χωρίς καμία στάση, χωρίς μια κουβέντα ή ένα χτύπημα στην πλάτη.
Το πρωινό έχει γεμίσει με εικόνες και το βλέμμα πλέον αναπηδά πότε εδώ και πότε εκεί προσπαθώντας να ρουφήξει όλες τις εικόνες γύρω του. Το στιγμιαίο παρόν χαρίζει στις αισθήσεις ένα ευχάριστο παρελθόν. Η εικόνα χαράζεται στη μνήμη και το ψυχικό χρηματιστήριο των αισθήσεων καταγράφει άνοδο τιμών στη διάθεση του σήμερα. Καλημέρα.