Διανύουμε τη Μεγάλη εβδομάδα και σήμερα Μ. Τρίτη στις ορθόδοξες εκκλησίες ανά τον κόσμο ψάλετε το τροπάριο της Κασσιανής. Η Κασσιανή έγραψε πολλά εκκλησιαστικά ποιήματα ύμνους τροπάρια κλπ. Το δημιουργικό της έργο της δεν σταματάει στην εκκλησία αλλά επεκτείνεται και σε κοσμικά ποιήματα και συγγράμματα. Λίγα λόγια γι’αυτή τη σπουδαία υμνωδό. Η μητέρα του Θεόφιλου Ευφρόσυνη κάλεσε από όλες τις
διοικητικές περιφέρειες του Βυζαντίου τις ωραιότερες κοπέλες που κατάγονταν από αρχοντικές οικογένειες να παρουσιαστούν στο παλάτι με σκοπό να διαλέξει γυναίκα για τον γιο της. Παρουσιάσθηκαν δώδεκα κοπέλες από τις οποίες ξεχώριζαν δύο. Η Θεοδώρα και η Κασσιανή. Η Ευφρόσυνη είχε δώσει ένα χρυσό μήλο στον Θεόφιλο που με την σειρά του θα το έδινε στην κοπέλα που θα γίνονταν σύζυγός του. Ο Θεόφιλος ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από την ομορφιά της Κασσιανής την πλησίασε και της είπε. «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα»(Από τη γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά). Η Κασσιανή όμως που δεν τα έχασε ούτε ταράχτηκε του απάντησε. «Άλλα και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττω» (Αλλά και από τη γυναίκα πηγάζει η σωτηρία). Ο Θεόφιλος πειραγμένος από την απάντησή της, της γύρισε την πλάτη και έδωσε το μήλο στην Θεοδώρα. Η Κασσιανή στη συνέχεια έγινε μοναχή για λόγους αδιάφορους από τη μη εκλογή της για γυναίκα του Θεόφιλου. Ο Θεόφιλος δεν έπαψε ποτέ να αναζητά την Κασσιανή και από καιρού εις καιρόν επισκέπτονταν μοναστήρια της αυτοκρατορίας του με σκοπό να τη συναντήσει. Όταν έγραφε το «Τροπάριο Της Κασσιανής» δέχτηκε την απρόσμενη επίσκεψη του Θεόφιλου και για να μην τον συναντήσει άφησε στη μέση το ιδιόμελο και έφυγε στο βάθος του Μοναστηριού. Ο Θεόφιλος πήρε στα χέρια του το μισοτελειωμένο τροπάριο που σταματούσε στη φράση «….. ών εν τώ παραδείσω Εύα το δειλινόν». και από το ύφος του κατάλαβε ότι ανήκε στην Κασσιανή. Τότε συμπλήρωσε την φράση. « κρότων τοις ωσίν ηχηθείσα τω φόβω εκρύβη» ενοώντας βέβαια τον φόβο που ένιωσε αυτή όταν άκουσε το θόρυβο των βημάτων του. Η Κασσιανή δεν αφαίρεσε τη φράση αυτή, συνέχισε και ολοκλήρωσε τον ύμνο της.
Το Τροπάριο Της Κασσιανής
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας. Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει. Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη. Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος.
Η μετάφραση από τον Φώτη Κόντογλου.
«Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου,γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτίας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης. Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα
εξιχνίαση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος