Εκδρομή του Συλλόγου Δασκάλων Καστοριάς στην Αχρίδα

3971Σόνια Ευθυμιάδου: Εκπαιδευτικός και Συγγραφέας
Δε γίνεται να ξεκινήσω αλλιώς παρά μόνο μ’ ένα μεγάλο μπράβο στον Σύλλογο που διοργανώνει τέτοιες εκδρομές αναδρομής στην Ιστορία της Πατρίδας μας-ευχαριστούμε ιδιαιτέρως την Αγγελική Βόλτση για τη φροντισμένη διοργάνωση. Γιατί και άλλοι σύλλογοι πηγαίνουν, αλλά ο κύριος σκοπός τους είναι διαφορετικός κι η εκδρομή τους χαλαρή. Εμείς πάμε για να δούμε με τα ίδια μας τα μάτια την Ιστορία μας, αυτήν που δεν περιέχεται μες στα βιβλία που διδάσκουμε, αυτήν που, σαν να είναι λεπτομέρεια, δεν μπαίνει μέσα στα εγχειρίδια, γιατί απλώς δε χωράει…
Η αντιπαραβολή με τις εκδρομές άλλων δε γίνεται για να δείξουμε πως δήθεν εμείς είμαστε ανώτεροι, μα για να δώσουμε ένα άλλο παράδειγμα σε όποιον νοιάζεται, για να πάρει κι όποιος άλλος θέλει την ιδέα και να την εφαρμόσει. Όχι πως δεν υπάρχουν άλλοι που κάνουν το ίδιο. Αλλά ας γράψουμε κιόλας γι’ αυτό που ζήσαμε. Και ας ταξιδέψουν με όχημα τις λέξεις και άλλοι ως εκεί, για να προσκυνήσουν νοερά το εκτός συνόρων ελληνικό μεγαλείο…
Στο Μοναστήρι της καρδιάς μας δε θα σταθώ αυτήν τη φορά· τα είπαμε τις δύο προηγούμενες φορές που μας αποκαλύφθηκε σε όλο του το μεγαλείο. Αυτήν τη φορά, από καθαρή τύχη, βρεθήκαμε εκεί ανήμερα Αγίου Δημητρίου και ανάψαμε κερί στον πανηγυρίζοντα υπέροχο Ναό του Αγίου! Ως εδώ για το Μοναστήρι! Θέλω μονάχα να πω ότι όποιος εκδράμει εκεί και δεν περνάει πρώτα από την Αρχαία Ηράκλεια, δεν έχει καταλάβει σχεδόν τίποτε κι είμαι κάθετη σ’ αυτό.
Γιατί τους είδαμε τους Έλληνες από διάφορους νομούς της Μακεδονίας –της μόνης αληθινής φυσικά Μακεδονίας- να πίνουν καφέ στα Βιτώλια, τους ρωτήσαμε και μας είπαν πως το κάνουν συχνά για το γνωστό οικονομικό όφελος –κυρίως από τη βενζίνη- και γιατί τους αρέσει αυτή η εκδρομή, αλλά ως εκεί, δεν πρόσθεσαν κάτι παραπάνω. Και με δεδομένο πως η πλειονότητα των Ελλήνων δε λυπάται τα χρήματα που δίνει για τον καφέ –στη χώρα μας έχουμε τις περισσότερες καφετέριες από οπουδήποτε αλλού-, αλλά πολύ τα λυπάται και δεν τα δίνει τελικά για να επισκεφτεί ένα μουσείο, πολύ φοβάμαι πως ο πολιτισμός εύκολα μένει έξω από τις πρώτες μας προτεραιότητες. Κι όμως αυτός είναι στην κορυφή όλων των άλλων αναγκών μας κι ο απώτερος στόχος της κάθε προσπάθειας στη ζωή μας ή έτσι θα ‘πρεπε να ‘ναι, αλλά δυστυχώς τον έχουμε περιθωριοποιήσει οι περισσότεροι…
Αλλά πολιτισμός δεν είναι μονάχα τα μουσεία. Είναι κυρίως η καθημερινότητά μας και μονάχα αυτός μας εξασφαλίζει την ποιότητα που θα ‘πρεπε να χαρακτηρίζει την καθημερινότητα του καθενός, ακόμη και του πιο απλού ανθρώπου, αυτός μας κάνει τελικά να χαιρόμαστε την κάθε μας μέρα. Γιατί η επίσκεψή μας στην Αχρίδα υπήρξε για μας μια όμορφη, αλλά κι οδυνηρή εμπειρία, καθώς κάποιες συγκρίσεις που αναπόφευκτα κάναμε πολύ μας έχουν πονέσει: η πεντακάθαρη αστραποβολούσα τεράστια και πανέμορφη λίμνη τους μας έκανε πολύ να ντραπούμε για τη δική μας ανικανότητα να κρατήσουμε καθαρή τη δική μας λίμνη.
Και δεν είναι μονάχα το λαμπερό νερό της, ήταν κι αυτό το φοβερό ούτε ένα σκουπίδι, ούτε μέσα της ούτε γύρω της, κοντά και μακρύτερα από τις όχθες της. Περπατούσαμε και δε βλέπαμε ούτε το παραμικρό σκουπιδάκι πεταμένο κάτω. Κι ο συνεκδρομέας μας ο Γιώργος, ο δικηγόρος κι εκπαιδευτικός της παρέας μας, που ξύπνησε από τις 5.30 το πρωί και βγήκε να περπατήσει, εντυπωσιάστηκε με τους υπαλλήλους της Αχρίδας που δούλευαν ήδη καθαρίζοντας τα πολλά φύλλα που έπεσαν τη νύχτα με τη δυνατή βροχή. Και δεν αργήσαμε να εντυπωσιαστούμε κι εμείς, όταν βγαίνοντας την είδαμε να αστράφτει και πάλι από την καθαριότητα και πεισθήκαμε πως αυτή η καθαριότητα είναι τελικά δεδομένη για εκεί.
Κι όχι μόνο η καθαριότητα, αλλά και η καλαισθησία σε όλη την παραλία: οι καφετέριες διακριτικές, όχι κολλημένες στη λίμνη, αλλά από την άλλη πλευρά του παραλιακού δρόμου, ενώ στην όχθη δεν υπάρχουν ούτε καν τα γνωστά παγκάκια, παρά μόνο το «καθιστικό» μέρος από τα παγκάκια, τα ξύλα τους, απλωμένα προσεχτικά πάνω στα χαμηλά πέτρινα τοιχάκια γύρω από τη λίμνη. Και σ’ όλα αυτά προσθέστε την παντελή απουσία ηχορύπανσης και την απόλυτη ησυχία που επικρατεί παντού και φτιάξτε ένα ονειρεμένο σκηνικό, που μακάρι να το είχαμε και στη δική μας πανέμορφη πατρίδα!…
Όλα αυτά ομολογώ πως με έκαναν να πω βλέποντας –«επιτέλους»- ένα μεγάλο σκουπίδι στον δρόμο πως σίγουρα κάποιος Έλληνας τουρίστας το είχε ρίξει, ως εκεί έφτασα… Και, συζητώντας το μεταξύ μας, γιατί ήταν αδύνατο να μην το προσέξουμε και να μη μας απασχολήσει όλους, καταλήξαμε πως ίσως και να είναι τόσο καθαροί οι Βαλκάνιοι γείτονές μας –το «Βαλκάνιοι» επίτηδες το έβαλα, γιατί το λέμε συνήθως υποτιμητικά εμείς οι Έλληνες, που θεωρούμε δεδομένη τη δική μας ανωτερότητα, αλλά δεν είναι πάντα- από τον φόβο του προστίμου και της τιμωρίας. Και μπορεί έτσι να είναι, αλλά και πάλι δεν αθωωνόμαστε εμείς που δε φοβόμαστε γιατί στη χώρα μας βασίλεψε για πολλά χρόνια η ατιμωρησία και διέλυσε τα πάντα και, το χειρότερο απ’ όλα, συμμαζεμό δεν έχουμε…
Θα πρέπει, λοιπόν, να μάθουμε και να αντέχουμε να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Προηγουμένως να αντέχουμε να κάνουμε διαπιστώσεις που δε μας συμφέρουν. Απαραιτήτως, αν θέλουμε να διορθώσουμε τα επί δεκαετίες κακώς κείμενα και να βελτιωθούμε, αλλιώς ας παραμείνουμε έτσι όπως είμαστε: ένας λαός θορυβώδης, που δε σέβεται τον δημόσιο χώρο, που βάζει τον εαυτό του πιο πάνω από όλους τους διπλανούς του, που δε σέβεται τους νόμους που υπάρχουν γιατί δε φοβάται την τιμωρία που δεν υπάρχει, ένας λαός που θεωρεί την ανωτερότητά του δεδομένη κι αυτονόητη χωρίς στοιχεία πάντοτε…
Όμως την είδαμε και την ανωτερότητά μας απλωμένη ως τον τόπο εκείνον. Μόνο που ήταν η ανωτερότητα των προγόνων μας, των αρχαίων και των βυζαντινών, και την είδαμε στα μνημεία τους, που για να τα επισκεφτούμε έπρεπε να πληρώνουμε δύο ευρώ είσοδο ο καθένας μας κάθε φορά. Στη αρχή σου φαίνεται τρελό, αρνείσαι να πληρώσεις για να μπεις στους ναούς που το δικό σου Γένος έφτιαξε και αναπόφευκτα θεωρείς δικούς σου ναούς, αλλά αυτό είναι μονάχα το ακατέργαστο ένστικτό σου, γιατί γρήγορα η λογική σου λέει πως σήμερα όμως σε άλλους ανήκουν και αυτοί οι άλλοι τους φροντίζουν, τους συντηρούν και αυτοί καρπώνονται τα οφέλη από το πλήθος που συρρέει για να τους θαυμάσει.
Έτσι, λοιπόν, επισκεφτήκαμε τον περίφημο Όσιο Ναούμ, που η μονή του είναι χτισμένη σε μια από τις ωραιότερες τοποθεσίες που είδαμε, και προσκυνήσαμε τον τάφο του, επισκεφτήκαμε τον σπουδαιότατο βυζαντινό ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας, τον εκκλησιαστικό ογκόλιθο της Βυζαντινής Αχρίδας, όπου λειτουργούσαν οι σταλμένοι από την Κωνσταντινούπολη Αρχιεπίσκοποι Αχρίδας, είδαμε αρκετές άλλες μικρές αλλά πανέμορφες εκκλησίες βυζαντινές και πάλι, διαβάσαμε σε κάποια από αυτές την επιγραφή στη δική τους γλώσσα, που «προσλαβικό» χαρακτηρίζει τον ναΐσκο, κι ενώ στην αρχή πειράχτηκα που δεν τολμούν να γράψουν πως βυζαντινός είναι, δεν άργησα να νιώσω ενθουσιασμό γιατί, διαλέγοντας τον όρο «προσλαβικό» παραδέχονται πως κάποτε εδώ δεν υπήρχαν οι Σλάβοι, πως υπήρχαν κάποιοι άλλοι –οι Έλληνες Βυζαντινοί-, πως αυτοί δημιούργησαν –γι’ αυτό και όλες αυτές οι κτιτορικές επιγραφές και τα ελληνικά ονόματα αγίων και αγιογράφων στις τοιχογραφίες –«αγιοζωγραφίες» τις έλεγε ο συμπαθέστατος και αντικειμενικότατος Μοναστηριώτης ξεναγός μας, ο Ζλάτκο (προτείνω ανεπιφύλακτα αυτόν να παίρνει κάθε ομάδα εκδρομέων που πάει ως εκεί για να δει την ελληνική Ιστορία), και μας φάνηκε πολύ τρυφερή η λέξη-, γραμμένα όλα στα ελληνικά. Και έτσι έκανα μια σκέψη που με έκανε να νιώσω όχι μόνο καλύτερα, αλλά και πολύ περήφανη.
Σκέφτηκα, λοιπόν, πως εμείς οι σημερινοί Έλληνες έχουμε την τεράστια τιμή να προερχόμαστε από εκείνους τους σπουδαίους Έλληνες τους αρχαίους αλλά και τους μεταγενέστερους κι εξίσου σπουδαίους Βυζαντινούς, που στην εποχή τους γέμισαν κάθε τόπο με σπουδαία καλλιτεχνικά δημιουργήματα και σήμερα αποδεικνύονται εξαιρετικά γενναιόδωροι στους ξένους που τα εκμεταλλεύονται και κερδίζουν από αυτά, τα αρχικά δικά μας μνημεία, κι ας μην τους τα χαρίσαμε ποτέ κι ας τα χάσαμε μέσ’ από τα χέρια μας με τα φοβερά λάθη που κάναμε και δυστυχώς εξακολουθούμε να κάνουμε… Όπως και να ‘χει λοιπόν οι πρόγονοί μας αποδεικνύονται και εξαιρετικά γενναιόδωροι προς τους ξένους, οι οποίοι θα ‘πρεπε να μας είναι ευγνώμονες (όσο τα ‘βλεπα δεν έπαψα να ψιθυρίζω μέσα μου τους έξοχους ελυτικούς στίχους «Χαράξου κάπου με οποιοδήποτε τρόπο και μετά σβήσου με γενναιοδωρία», που ταιριάζει γάντι στον Ελληνισμό που κατοίκησε στα πολλά μέρη που σήμερα αλλού ανήκουν)…
Αλλά δε γίνεται να κλείσω αν δεν αναφερθώ σ’ εκείνο το τελευταίο μνημείο που επισκεφτήκαμε και που για να φτάσουμε ως εκεί ψηλά όπου βρίσκεται έπρεπε να περάσουμε δίπλα από το ελληνιστικό θέατρο και πλάι από τα τείχη της πόλης, επάνω στην ακρόπολή της: είναι ο ναός της Παναγίας της Περιβλέπτου, ένας ναός με έξοχη θέα –γι’ αυτό την λένε Περίβλεπτο- και με τις έξοχες τοιχογραφίες των περιφημότατων ζωγράφων Μιχαήλ και Ευτυχίου Αστραπά. Τόσο εντυπωσιαστήκαμε από τις εικόνες που με το χέρι τους έφτιαξαν οι ξακουστοί αυτοί αγιογράφοι, που καταλάβαμε αμέσως το γιατί μιλάνε γι’ αυτούς πάντοτε και τόσο πολύ όσοι ασχολούνται με τη βυζαντινή αγιογραφία. Και, προς το τέλος της εκδρομής κι ενώ αρχικά ήμασταν πολύ επιφυλακτικοί σχετικά με το τι θα ακούγαμε από τον Μοναστηριώτη ξεναγό, τον ακούγαμε με ευχαρίστηση να «σκοτώνει» τη λέξη «Περίβλεπτος», χωρίς όμως να την αλλοιώνει ούτε στο ελάχιστο, όπως δεν αλλοίωσε κανένα ιστορικό στοιχείο, και δίχως καμία προσπάθεια να σφετεριστεί οτιδήποτε ελληνικό.
Κι έτσι, επειδή όλα τα ωραία αναπόφευκτα κάποτε τελειώνουν –συνήθως πιο γρήγορα απ’ όσο θέλουμε, τα ευλογημένα- αφήσαμε πίσω μας την Αχρίδα -αποικία των αρχαίων Κορινθίων (!) και γι’ αυτό είδαμε και τα ολόιδια με τα δικά μας αρχαία κιονόκρανα στην αυλή του Ναού της του Θεού Σοφίας- και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Και λίγο πριν αποχαιρετίσουμε τον ξεναγό μας, που μας εντυπωσίασε με την ευγένειά του και τη φράση «ήταν τιμή μου να είμαι μαζί σας αυτές τις δυο μέρες», θελήσαμε να τον ευχαριστήσουμε για την αντικειμενικότητά του και για εκείνο το «ο Κύριλλος κι ο Μεθόδιος ήταν Έλληνες από τη Θεσ/νίκη» που ακούσαμε πολλές φορές στη διάρκεια της εκδρομής, με τον τρυφερό πρόλογο από ένα μικρό απόσπασμα που βρήκαμε σ’ ένα τουριστικό φυλλάδιο γραμμένο στα ελληνικά που πήραμε από το μοναστήρι του Έλληνα στην καταγωγή Οσίου Ναούμ (το απόσπασμα προέρχεται από το παλιό σλαβικό κείμενο του Οσίου Ναούμ και αναφέρεται στον Έλληνα στην καταγωγή όσιο Ναούμ και στον Σλάβο στην καταγωγή συνεργάτη του Όσιο Κλήμη – και οι δυο τους υπήρξαν στενοί συνεργάτες των Κυρίλλου και Μεθοδίου), που λέει τα εξής:
«Και να αδέρφια μου, για να μη βγει ότι δεν αναφέραμε τον αδελφό του μακαρίου Κλήμη και φίλο και συνμάρτυρά του, με τον οποίο ο ίδιος πέρασε πολλά βάσανα και μαρτύρια από τους αιρετικούς, τον πρεσβύτερο Ναούμ».
Και να που κι εμείς στην εκδρομή αυτή ίσως και να διαπιστώσαμε πως οι λαοί δεν ευθύνονται για τις ακραίες κάποτε επιλογές των αρχηγών τους και πως, αν όλοι έβλεπαν την αλήθεια τόσο καθαρά όσο ο Ζλάτκο, ο ξεναγός μας, τότε κανένα από τα σημερινά προβλήματα στις σχέσεις των δύο χωρών μας δε θα υπήρχε και θα μπορούσαμε οι δυο λαοί να ζήσουμε τόσο αγαπημένα όσο ο Σλάβος Όσιος Κλήμης με τον Έλληνα Όσιο Ναούμ, που τόσο πολύ ευλαβούνται όλοι τους και που η ελληνική καρδιά του χτυπάει ακόμα στο πανέμορφο σημείο όπου τελειώνει η Λευκή Λίμνη, που πάλλευκη μένει από τη φροντίδα των ανθρώπων που ζουν στις ήσυχες όχθες της…
Σημ: «Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (527-1764) είχε στη δικαιοδοσία της πολλές Μητροπόλεις και Επισκοπές, όπως της Καστορίας, την οποίας ο Μητροπολίτης ονομαζόταν αρχιεπίσκοπος Καστορίας και πρωτόθρονος Πρώτης Ιουστινιανής» και αλλού «Έλληνες ήσαν και όλοι οι Αρχιεπίσκοποι του Πατριαρχείου Αχρίδος, το οποίο ίδρυσε ο Ιουστινιανός ο Α’ (527-565) προς τιμήν του της γενέτειράς του και το ονόμασε Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής» γράφει το 1958 ο Αρχιμανδρίτης Γερμανός Χρηστίδης, σπουδαίος λόγιος από το Μαυροχώρι.

Φωτογραφία: Άγιος Μερκούριος. Η εικονογράφηση της Παναγίας Περιβλέπτου (τέλος 13ου αι.) θεωρείται ένα από τα πρώτα ολοκληρωμένα και θαυμάσια διατηρημένα εικονογραφημένα σύνολα της παλαιολόγειας τέχνης-στο σπαθί του αγίου το όνομα του ενός από τους δύο Θεσ/νικείς αδελφούς Αστραπά, αγιογράφους του Ναού.

Σχετικές δημοσιεύσεις