|
Τούλα Γλύστρα - Μπρίκα
Η «Πατούλκα» είναι ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1976 από τις εκδόσεις «ΕΓΝΑΤΙΑ» της Θεσσαλονίκης. Η συγγραφέας Τούλα Γλύστρα - Μπρίκα το αφιερώνει στους κατοίκους της Γκουμ... (εννοεί Γουμένισσας) και στους Θρακιώτες της Τσατάλτζας. Στους μεν πρώτους γιατί γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στον τόπο τους, στους δε δεύτερους γιατί απ' τη Τσατάλτζα ήταν η καταγωγή των γονέων της. Τα στοιχεία αυτά που είναι και βιογραφικά της συγγραφέα, τα αντλούμε από την πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου της. Είναι ένα βιβλίο στο οποίο περιγράφεται η ζωή μιας κοινωνίας που σήμερα έχει διαφοροποιηθεί, μιας εποχής που έχει περάσει, ενός τόπου που σήμερα έχει αλλάξει όψη.
Η εξιστόρηση των γεγονότων αρχίζει το 1936, όταν η συγγραφέας ήταν έξι χρόνων και στη χώρα κυριαρχούσε δικτατορικό καθεστώς, φθάνει στο 1940 και στην κήρυξη του Ελληνοιταλικού πολέμου, προχωρεί στη Γερμανική κατοχή και την περίοδο της αντίστασης. Όλα παραθέτονται, όπως διαδραματίζονται σε μια μικρή κοινωνία ανθρώπων και όπως τα βλέπει το μάτι ενός παιδιού γεμάτο αγνότητα, χωρίς προκαταλήψεις αντιπάθειες και μίσος.
Τι να πρωτοδιαβάσουμε από το θαυμάσιο έργο, το γεμάτο συγκινήσεις και νοσταλγίες; Ας μεταφερθούμε μέσα από το κείμενο στα πρώτα εκείνα μετά την εγκατάσταση της προσφυγιάς χρόνια:
«...Στην αρχή το καθένα από τα τρία επικρατέστερα στοιχεία τήρησε μια στάση αυτοάμυνας. Τα πρώτα χρόνια δεν γίνονταν μεταξύ τους ούτε γάμοι ούτε κουμπαριάσματα. Σιγά - σιγά άρχισαν να συμπεθεριάζουν οι Ντόπιοι με τους Μπουγκαρέσκηδες.
Οι Πόντιοι άντεξαν περισσότερο απ' όλους στην αφομοίωση. Εξακολουθούσαν να μένουν πιστοί στις πανάρχαιες παραδόσεις τους, να μαγειρεύουν τα περίεργα φαγητά τους και να ζουν απομονωμένοι στο συνοικισμό τους. Με την αναμφισβήτητη εξυπνάδα τους πήραν με τον καιρό σιωπηλά κι αθόρυβα στα χέρια τους ένα μεγάλο μέρος από το εμπόριο της περιοχής κι άνοιξαν ωραία υφασματοπωλεία και ψιλικατζίδικα.
Οι Ντόπιοι, αντίθετα με τους Πόντιους, ήταν φασαριατζήδες και φωνακλάδες. Τα σπίτια τους,.με τα ωραία, χρωματιστά κηλίμια, τα τζάκια και τις ραγκουζίνες είχαν μια θερμή ατμόσφαιρα κι οι γειτονιές τους ήταν πάντα γεμάτες κίνηση και φασαρία...», (σ. 85)
Να και μια εικόνα από το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940 στη Γουμένισσα.
Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου η Πατούλκα προχωρούσε στο δρόμο ανόρεχτα με την τσάντα στο χέρι. Είχε περάσει τον κοντό, στενό δρομάκο, που βρισκόταν πλάι στο πευκοδάσος κι είχε μπει στο δημόσιο δρόμο, όταν πρωτοέφτασε στ' αυτιά της η λέξη:
—Πόλεμος!...
Όσο προχωρούσε, έβλεπε παρέες μαζεμένες στις γωνιές μιλούν ζωηρά και κάθε λίγο και λιγάκι άκουγε τα λόγια:
—Πόλεμος! Πόλεμος! Οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον Πόλεμο!
Στο σχολείο γινόταν πραγματικός πανζουρχισμός. Τα παιδιά πετούσαν τις τσάντες τους στον αέρα και φώναζαν:
—Ζήτω, ζήτω ο πόλεμος! Δεν έχουμε σχολείο!
Στις 6 Απριλίου του 1941 οι Γερμανοί πέρασαν τα Ελληνικά σύνορα και: «Όλοι έλεγαν πως το βράδυ της ίδιας μέρας θα βρίσκονταν στη Γκουμ... Όμως το βράδυ εκείνο πέρασε κι ήρθε κι άλλο κι ακόμα ένα βράδυ κι οι Γερμανοί δεν έλεγαν ακόμα να φανούν. Ο πανικός της πρώτης στιγμής είχε πια χαθεί από τα πρόσωπα των ανθρώπων κι όλοι περίμεναν τον εχθρό με καρτερικότητα και σχεδόν με τόλμη...».
Την ευχαριστούμε που ένα ολόκληρο βιβλίο έγραψε για τη Γουμένισσα, για τους ανθρώπους του τόπου, όπου γεννήθηκε και έζησε αρκετά χρόνια.
Στοιχεία της σελίδας από το βιβλίο
«Η Γουμένισσα στη ζωή και το έργο λογοτεχνών μας»
του Χρήστου Π. Ίντου |