Αρχική Chat Blog Επικοινωνία
 

Γεώργιος Βαφόπουλος

«Τα ρόδα της Μυρτάλης» (1931), «Προσφορά» (1938), «Προσφορά και αναστήματα», «Το δάπεδο και άλλα ποιήματα» (1951), «Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο» (1954), «Επιθανάτια και σάτιρες» (1966), «Τα νέα σατυρικά» (1975), «Επιλεγόμενα» (1977), είναι οι ποιητικές συλλογές του κορυφαίου ποιητή της Θεσσαλονίκης, ενός ποιητή που θεωρείται από τους πιο σημαντικούς της πατρίδας μας, του Γεωργίου Βαφόπουλου.
Ο ποιητής γεννήθηκε το 1904 στη γειτονική μας Γευγελή. Με την έναρξη του Α Παγκοσμίου πολέμου η ιδιαίτερη πατρίδα του βρέθηκε ανάμεσα στα χαρακώματα του Μακεδόνικου Μετώπου. Τότε, το Μάρτιο του 1916, γράφει ο ίδιος «φορτώσαμε τα λίγα υπάρχοντα μας με δυσκολία, γιατί έπρεπε να κάνουμε τόπο στο γαλλικό στρατό και στα μεταγωγικά του, που όλο και προχωρούσαν προς τα σύνορα. Σταματήσαμε στη Βοέμιτσα (Αξιούπολη). Μας φιλοξένησε ένας από τους παλαιούς σηροτροφικούς πράκτορες του πατέρα μου. Και την άλλη μέρα, με δυο κάρα, ξεκινήσαμε για τη Γουμένισσα. Εκεί βρισκόταν τώρα η μεγάλη θεία μου Ζωή, που διηύθυνε το δημοτικό σχολείο θηλέων.
Στη μέση του δρόμου, κοντά στο χωριό Τοσίλοβο (Στάθη), τα κάρα σταμάτησαν. Κατέβηκε ο πατέρας μου και με τράβηξε από το χέρι. Με οδήγησε στην παρυφή του δρόμου και μούδειξε, πολύ συγκινημένος, τη θέση όπου είχαν σκοτώσει τον πατέρα του».
Αυτά αναφέρει ο ποιητής στο τετράτομο έργο του «Σελίδες Αυτοβιογραφίας» (6.114).
Εκει, κοντά στο σημερινό χωριό Στάθης, λίγο έξω από τη Γουμένισσα το 1897 δολοφόνησαν οι Κομιτατζήδες τον παππού του. Για το γεγονός εκείνο στο ίδιο έργο του που προαναφέραμε και στις σελίδες 35 - 36 γράφει:
«Ήταν το φθινόπωρο του 1897, όταν ο παππούς μου, ο Γεώργιος Βαφόπουλος, ειδοποιήθηκε να πάει στη Γουμένισσα. Εκεί τα πράγματα είχαν σφίξει πολύ. Το βουλγαρικό κομιτάτο κυριαρχούσε με το πιστόλι και το στιλέτο. Οι Έλληνες βρισκότανε σε δύσκολη θέση και ζητούσαν μ' απόγνωση βοήθεια. Κ" οι αρμόδιοι του Μακεδόνικου Αγώνα από τη Θεσσαλονίκη ανέθεσαν την αποστολή για την οργάνωση της ελληνικής αντίστασης στον παπού μου. Εκεί τον περίμενε με το άλογο κάποιος αγωγιάτης, σταλμένος από τους προύχοντες της Γουμένιτσας, που ήταν ειδοποιημένοι για τον ερχομό του.
Λένε πως το άλογο, που είχε καβαλήσει ο παππούς μου δεν ήθελε να προχωρήσει. Το σπιρούνιζεν εκείος κι αυτό πεισματικά γύριζε πίσω. Να νοιωθε άραγε πως λίγο παραπέρα καραδοκούσε ο θάνατος; Τέλος, με τά χτυπήματα του αγωγιάτη, το άλογο προχώρησε. Και στη μέση του δρόμου, έξω από το χωριό Τοσίλοβο, τη σημερινή Στάθη, η ενέδρα της προδοσίας άδειασε τα φονικά της βόλια πάνω στο σώμα του παππού μου. Ο αγωγιάτης εξαφανίσθηκε. Το άλογο χλιμιντρώντας έφθασε στη Γουμένιτσα, δίχως τον καβαλλάρη του. Εκεί κατάλαβαν τη συμφορά. Πήγαν και βρήκαν τον παππού μου νεκρό, μέσα σε μια λίμνη από αίμα».
Στο παλαιό μαθητολόγιο του Α Δημοτικού Σχολείου Γουμένισσας είναι γραμμένο και το όνομα του ποιητή. Τιμή βέβαια για την κωμόπολη μας και το Σχολείο μας, γιατί έστω για λίγο χρόνο φιλοξένησαν το σημερινό κορυφαίο ποιητή.
Σε 4 - 5 σελίδες του βιβλίου του περιγράφει την παραμονή του στο σχολείο και τις σχέσεις του με τους άλλους συμμαθητές και τους διδασκάλους. Αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα:
«Μ' όλο που ο Μάρτης βρισκόταν σχεδόν στη μέση του, ο πατέρας μου με πήγε στο σχολείο. Ο διευθυντής, ένας αγαθός Ηπειρώτης, που λεγότανε Νότσικας, μ' έγραψε στην πέμπτη τάξη του δημοτικού. Δήλωσε όμως στον πατέρα μου, πως δεν θ ήταν δυνατό να μου δώσει ενδεικτικό για την έκτη τάξη, με φοίτηση μονάχα τριών μηνών. Φυσικά ο πατέρας μου δεν είχε μια τέτοια αξίωση. Με πήγε εκει για να μη γυρίζω στους δρόμους. Επιτέλους κάτι θα κέρδιζα μέσα στους τρεις τούτους μήνες. Κι αληθινά κέρδισα κάτι πολύ περισσότερο από εκείνο που προσδοκούσε ο πατέρας μου. Κέρδισα, κατά έναν αναπάντεχο τρόπο, ολόκληρη τη χρονιά. Και τον Ιούνιο ήρθαν οι γονείς μου να με καμαρώσουν στις εξετάσεις, όπου θα έπαιρνα το ενδεικτικό της προαγωγής μου και θ' απάγγελνα τα «Δυο τουφέκια» του Πολέμη...»
Ο επισκέπτης της όμορφης και δροσερής κατά το καλοκαίρι Παιονικής πρωτεύουσας, Γουμένισσας δεν μπορεί να μη σταθεί στη γραφική βρύση της κεντρικής πλατείας. Η γραφικότητα της βρύσης αυτής δεν οφείλεται μόνο στα άφθονα, πεντακάθαρα και κρύα νερά, τον ίσκιο των γύρω πανύψηλων πλατανιών, ξέχωρο κόσμημα τής Γουμένισσας, μα και στην ιδιαίτερη και παράξενη αρχιτεκτονική της. Οι τρεις πυραμοειδείς τοίχοι της που απολήγουν σε οξείες γωνίες προδίδουν γοτθικό ρυθμό, η δε χαραγμένη στο μέσο με ελληνικά και γαλλικά γράμματα επιγραφή «1918. ΔΙΑΒΑΤΑ ΕΝΘΥΜΟΥ ΤΟΝ ΓΑΛΛΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΝ» μας μεταφέρει σε μια παλαιότερη εποχή, πίσω στην περίοδο του Α παγκοσμίου πολέμου 1914 -1918, περίοδο κατά την οποία στην περιοχή της Παιονίας διαδραματίσθηκαν συγκρούσεις των αντιμαχόμενων δυνάμεων, της Αντάντ με τις στρατιές τον Γερμανών, Αυστριακών και Βουλγάρων, στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Γνωστές είναι οι μάχες στα υψώματα Ραβινέ, Σκρα, κατά το 1917 και λαμπρή η νίκη των συμμάχων και μεγάλη η συμμετοχή των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στην επιτυχία εκείνη. Δεν είναι του θέματος της εργασίας αυτής η αναφορά και περιγραφή των πολεμικών εκείνων επιχειρήσεων, ωστόσο όμως, τόσο πριν όσο και μετά τις πολεμικές εκείνες αναμετρήσεις η παραμονή των συμμαχικών δυνάμεων στην περιοχή είναι στενά δεμένη μ' εκείνους στη Γουμένισσα.
Αυτή η ακμάζουσα κωμόπολη τα χρόνια εκείνα, κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής που εκτείνονταν μεταξύ Γιαννιτσών και Κιλκίς, όρους Πάικου και κάμπου Θεσσαλονίκης, με φήμη για τις σημαντικές και αξιόλογες παραγωγές της, σταφύλια - κρασιά, κουκούλια - μετάξια, με ανεκτές συγκοινωνιακές συνδέσεις, προσέλκυσε την προσοχή των συμμάχων και ιδιαίτερα των Γάλλων, στον τομέα των οποίων υπάχθηκε κατά την κατανομή του μετώπου στις συνεργαζόμενες δυνάμεις και την αποβίβαση τους στη Θεσσαλονίκη.
Κατά την μακρόχρονη παραμονή τους οι Γάλλοι στη Γουμένισσα οργάνωσαν τη ζωή τους μ' όλα όσα ήταν αναγκαία και επιβάλλονταν από την τότε κρατούσα κατάσταση των πραγμάτων. Στο παλαιό και ιστορικό κτίριο του Α Δημοτικού Σχολείου και στο μεγαλοπρεπή Ναό του Αγίου Γεωργίου εγκατέστησαν τις νοσοκομειακές τους μονάδες μ' όλους τους διαθέσιμους εξοπλισμούς. Σ' αυτές μεταφέρονταν οι τραυματίες του μετώπου, ενώ για την ψυχαγωγία αυτών και των κατοίκων κάθε βράδυ στο κέντρο της πλατείας, της οποίας τα πλατάνια δεν υπήρχαν τότε, παιάνιζε η μπάντα του Γαλλικού στρατού κάτω απ' ένα κιόσκι που είχαν στήσει για το σκοπό αυτό. Ένα από τα κεντρικά κτίσματα διαρρυθμίστηκε σε Ναό Καθολικό και στην πρόσοψη του έδωσαν σχήμα δυτικής εκκλησίας. Σ' άλλο κεντρικό κτίριο οργάνωσαν πολιτιστικό κέντρο, όπου δίδονταν θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, ομιλίες κλπ. Προς τη νότια πλευρά της κωμόπολης και σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου απ' αυτήν έφτιαξαν παρεκκλήσι το οποίο σώζεται και σήμερα εγκαταλελειμμένο και περικυκλωμένο από βάτα και αγριόχορτα. Γύρω του ορίσθηκε χώρος κοιμητηρίου, όπου ενταφιάσθηκαν αρκετοί άνδρες θύματα του πολεμικού ολέθρου. Αργότερα τα οστά τους μεταφέρθηκαν σε άλλα συμμαχικά νεκροταφεία της Βόρειας Ελλάδας.
Οι κάτοικοι της περιοχής πρόσφεραν πολλά στον αγώνα που διεξήγαγαν οι συμμαχικές μαζι με τις ελληνικές πολεμικές δυνάμεις. Όλοι οι άνδρες επιτάχθηκαν και απασχολούνταν σε έργα, όπως κατασκευή δρόμων, χαρακωμάτων στο μέτωπο, ακόμα δε και στην εκτέλεση ειρηνικών έργων. Για πολλές από τις εργασίες που πρόσφεραν πληρώνονταν και τους δίδονταν συσσίτιο, οι σχέσεις τους με τους ξένους ήταν καλές πράγμα που επιβεβαιώνουν και σήμερα αρκετοί απ' όσους ζουν και θυμούνται την εποχή εκείνη και τα γεγονότα της. Αρκετοί έμαθαν τη γαλλική γλώσσα, ανέπτυξαν προσωπικές φιλίες και η γνωριμία τους εκείνη στάθηκε αιτία για φιλικές και μετά τον πόλεμο σχέσεις. Αντικείμενα διάφορα μετά την αναχώρηση των ξένων στρατευμάτων έμειναν στα χέρια εντοπίων και αποτέλεσαν ανάμνηση μιας εμπόλεμης περιόδου και συμμαχίας με τους Γάλλους.
Υπάρχουν όμως οι αντίθετες απόψεις. Από πολλούς οι Γάλλοι θεωρήθηκαν αίτιοι διαφόρων κακών. Η φυλλοξήρα που ενέσκηψε στα Γουμενησσιώτικα αμπέλια και κατέστρεψε αρκετές εκτάσεις απ' αυτά, αποδόθηκε στους Γάλλους. Αυτοί λένε την έφεραν από την πατρίδα τους, όπου είχαν την ίδια καλλιέργεια. Την ίδια εκείνη περίοδο, όπως ήδη είπαμε, έζησε στη Γουμένισσα ο Μεγάλος ποιητής Γεώργιος Βαφόπουλος. Στο έργο του «Σελίδες Αυτοβιογραφίας», τ.Α 6.120 - 122 γράφει σχετικά.
«Στη Γουμένισσα μείναμε ως το φθινόπωρο του 1916. Είχε γίνει στη Θεσσαλονίκη το κίνημα της Εθνικής Αμύνης του Βενιζέλου και η Ελλάδα τώρα βρισκόταν στη συμμαχία της Αντάντ, Το μακεδονικό μέτωπο είχε πια παγιωθεί και σ' όλη την έκταση των συνόρων γίνονταν φονικές μάχες. Τις νύχτες ακουγόντουσαν καθαρά οι ομοβροντίες των κανονιών. Τον ουρανό τον διέσχιζαν τα γαλλικά αεροπλάνα που κούρνιαζαν στο αεροδρόμιο της Γοργόπης. Στη Γουμένισσα είχε εγκατασταθεί ένα είδος μικρού στρατηγείου κι' όλα τα δημόσια κτίρια είχαν επιταχθεί από τους Γάλλους. Το σχολείο έγινε νοσοκομείο. Οι Γάλλοι δε συμπαθούσαν καθόλου τους ντόπιους και πολλές φορές τους φέρονταν με σκληρότητα. Άλλους από αυτούς τους θεωρούσαν «φιλοβούλγαρους» και άλλους «φιλοκωνσταντινικούς». Και στις δυο περιπτώσεις τους έβλεπαν σαν εχθρούς.
Ο πατέρας μου είχε πιάσει φιλία με το Γάλλο φρούραρχο, που τού δειχνε εκτίμηση, γιατί ήταν από τη Γευγελή, δηλαδή ένα μέρος συμμαχικού κράτους, που είχε θυσιαστεί για την κοινή υπόθεση της Αντάντ. Πολλές φορές τον προσκαλούσε στις παραστάσεις του στρατιωτικού θεάτρου, όπου έκαμναν επίδειξη τους στρατευμένοι καλλιτέχνες και ερασιτέχνες των περιστάσεων. Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάμει τότε ο χορός και το τραγούδι ενός μαύρου Σεναγαλέζου. Πρώτη φορά άκουγα σπασμένη φωνή, που μου θύμιζε τα γαβγίσματα των σκυλιών. Μου συνέβαινε τότε ένα φοβερό γεγονός, που έκαμε τον πατέρα μου να μη πλησιάσει πια ποτέ το Γάλλο φρούραρχο.
Καθώς τόπα κιόλας, οι Γάλλοι φερόντουσαν σκληρά στους ντόπιους. Έκαμναν επίταξη των ζώων τους. Τους υποχρέωναν να δουλεύουν στο στρώσιμο δρόμων, σπάζοντας χαλίκια. Τους ατίθασους τους κρατούσαν ώρες πολλές γυμνούς έξω στον ήλιο του καλοκαιριού. Και μια μέρα η σκοπιμότητα του πολέμου, αυτή η άγρια ανάγκη της επιβολής του τρόμου, που είναι μια από τις πιο μεγάλες δυνάμεις για την εξουθένωση του εχθρού, ήρθε να επιβάλει τους πρώτους τουφεκισμούς των αθώων.
Κάποιος χωρικός από τη Μπαροβίτσα, τη σημερινή Καστανερή, μέσα στην καρδιά του Πάικου, τόχε δουλειά του να μαζεύει πουρνάρια και να τα φέρνει στους Φούρνους της Γουμένισσας. Μια μέρα βρήκε ένα μεγάλο πακέτο χαρτιά. Τον καιρό εκείνο η λέξη «προκήρυξη» ήταν άγνωστη. Και τα χαρτιά του πακέτου εκείνα ήταν προκηρύξεις, τυπωμένες γαλλικά, πούχαν πέσει στο βουνό, χωρίς να σκορπιστούν, από κάποιο γερμανικό αεροπλάνο. Απευθύνονταν στο Γάλλο στρατιώτη, που πολεμούσε σε μια ξένη χώρα, ενώ στον τόπο του οι δικοί του περνούσαν από τη δοκιμασία της αγωνίας και των στερήσεων. Και τον προέτρεπαν ν' αφήσει τα όπλα και να ζητήσει την επιστροφή του στην πατρίδα.
Το αναπάντεχο τούτο εύρημα σήμανε, για το φτωχό και ανίδεο ξυλοκόπο, τουλάχιστο την αξία μισή οκά χαρτί Και κατέβηκε με το φορτωμένο ζώο στη Γουμένισσα κι' έδωσε στα πουρνάρια στο φούρνο κι' άλλαξε στο διπλανό χαλβατζίδικο τα χαρτιά μ' ένα κομμάτι χαλβά. Ο χαλβατζής ανύποπτος μέσα στην αγία άγνοια του, πήρε ένα μεγάλο καρφί και κρέμασε τα χαρτιά στον τοίχο. Και με το χαλβά άρχισαν τούτα να κυκλοφορούν στην Γουμένισσα. Κ' έπεσαν στα χέρια των Γάλλων. Κ' έγινε αμέσως έρευνα κι' ανακαλύφθηκε η πηγή τους. Ο δύστυχος χαλβατζής πιάστηκε. Το ίδιο κι' ο ανύποπτος ξυλοκόπος. Την άλλη μέρα δικάσθηκαν οι δυο τους απ' το στρατοδικείο. Η απόφαση ήταν θάνατος.
Ο ξυλοκόπος σύρθηκε δεμένος πισθάγκωνα στο χωριό του, όπου πλήρωσε με τη ζωή του το χαλβά των παιδιών του. Ο χαλβατζής, ανάμεσα από ένα πλήθος έντρομο, οδηγήθηκε μέσα από την πλατεία της Γουμένισσας, κοντά στην εκκλησία της Παναγίας. Και, σε λίγην ώρα ακολούθησε μια ομοβροντία τουφεκιού. Ο κόσμος έκανε το σταυρό του και πήγε να κλειδωθεί στα σπίτια του.
Ο Θεός του πολέμου είχεν επιβάλει την ακατανόητη «δικαιοσύνη». Και την άλλη μέρα, ακούσθηκε η φωνή του Γάλλου φρουράρχου να λέει, σε σπασμένα ελληνικά, τη φράση: «προς παραντεγκαματισμόν»! Ο πατέρας μου δεν ξαναφάνηκε πια μαζί του. Φαίνεται πως οι νόμοι του πολέμου έχουν τη δική τους λογική και λειτουργούν κατά τον ίδιο τρόπο, είτε κάτω από την προστασία του αγκυλωτού σταυρού. Ο Θεός ν' αναπαύσει την ψυχή των αθώων όλων των πολέμων και όλων των εποχών».
Θα τελειώσουμε τα όσα αναφέρει ο ποιητής Γεώργιος Βαφόπουλος για τη Γουμένισσα με τις παρακάτω δύο στροφές του.

Στους ίσκιους του Ιλισσού κι αν δεν ξαπλώθηκα
το αρχαίο πλατωνικό πνεύμα ανασαίνοντας
τρίσβαθα, και την κόμη αν δε μου τάραξαν
μουσοθρεμμένες οι ελικώνιες αύρες,
στο πλαίσιο του Αξιού μικρός κοιμήθηκα,
με τον λαμπρού Μακεδονίτη τ' όνειρο,
στον ίσκιο τον μεγάλου αρχαίου πνεύματος
μακάρια, των Σταγείρων λικνισμούς.


Στοιχεία της σελίδας από το βιβλίο
«Η Γουμένισσα στη ζωή και το έργο λογοτεχνών μας»
του Χρήστου Π. Ίντου